Αν είστε γεννημένοι απ’ το 1981 – 1996, τότε συγχαρητήρια, ανήκετε στην πιο ψυχοθεραπευμένη γενιά έως τώρα, αυτή των millennials. Αν πάλι δεν ανήκετε σ’ αυτή, τότε σίγουρα θα συναναστρέφεστε με κάποιο millennial άτομο, είτε είναι workbuddy, είτε καθηγητής στο σχολείο. Αν ναι, τότε σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει την τάση των millennials να σέβονται την ψυχική τους υγεία, να ενθαρρύνουν τον διάλογο για τα συναισθήματα και να μιλάνε ανοιχτά για τις θεραπείες τους με τον ψυχολόγο.
Οι millennials, σηκώνουν στις πλάτες τους ένα βάρος, αυτό του τραύματος που αφήνουν συνήθως προηγούμενες γενιές. Παιδιά των baby boomers, οι millennials κουβαλάνε μέσα τους πολλά, απ’ τα οποία αποφάσισαν να διαχειριστούν με τη βοήθεια ειδικού και να διώξουν από μέσα τους τις άσχημες συμπεριφορές τόσο στην οικογένεια, όσο και στην εργασία κυρίως, με σκοπό να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Για ποιο λόγο αναζητούν ψυχοθεραπεία οι millennials; Το Thriving Center of Psychology κατέληξε ύστερα από έρευνα ότι τα τρία κύρια θέματα που απασχολούν τους σημερινούς 30άρηδες και 40ρηδες είναι το άγχος, η κατάθλιψη και το στρες. Έπειτα ακολουθούν η επιθυμία για προσωπική εξέλιξη, το τραύμα, η ΔΕΠΥ, οι μεταβατικές περίοδοι, ζητήματα σχέσεων και τέλος η μοναξιά. Για ποιο λόγο δεν κάνουν ψυχοθεραπεία οι millennials; Μα φυσικά, για το υψηλό κόστος.
Δεν είναι τυχαία η ανάγκη αυτής της γενιάς να επενδύσει στην ψυχική υγεία. Οι millennials βίωσαν τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη κι είναι η πιο εθισμένη γενιά στην τεχνολογία. Αυτό αποτέλεσε βούτυρο στο ψωμί των εταιρειών που αντιλήφθηκαν αυτήν την τάση και βομβάρδισαν με το μάρκετινγκ το ίντερνετ, κάνοντάς το εθιστικό για τους χρήστες. Πάρα πολλές μελέτες έχουν συνδέσει την υπερβολική χρήση της οθόνης με συναισθήματα άγχους και στρες.
Ακόμη, εν αντιθέσει με τους γονείς των millennials που έζησαν σε μία μεταπολεμική περίοδο και βίωσαν την οικονομική άνθιση, οι millennials είναι τα παιδιά της οικονομικής κρίσης. Αυτή η γενιά ζει με την οικονομική ανασφάλεια και δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει ό,τι οι γονείς τους: σπίτια, αμάξια και μόνιμη δουλειά. Αντίθετα, τα στατιστικά δείχνουν ότι οι millennials προτιμούν να επενδύουν στον εαυτό τους, είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται απ’ το σπίτι και συνάπτουν -θέλοντας και μη- συμβάσεις περιορισμένου χρόνου εργασίας.
Οι κοινωνικές πιέσεις, η κλιματική κρίση, η τρομ0κρατία, οι πόλεμ0ι κι όλες οι αντιξοότητες κι οι προκλήσεις που καλούνται να χωνέψουν οι νέοι σήμερα, έρχονται να επιβαρύνουν την ήδη εύθραυστη ψυχοσύνθεσή τους. Απ’ την άλλη, ο ανοιχτός διάλογος, δίχως ταμπού για την ψυχική υγεία κι η τιμή που δίνουν οι millennials στα συναισθήματά τους, τούς ωθεί να πουν ένα ως εδώ, σ’ αυτό το κύκλο κακ0ποίησης που περνά από γενιά σε γενιά, στην εξαντλητική εργασιομανία και στην προσκόλληση στα υλικά αγαθά, μία αντίληψη που έτσι κι αλλιώς έσκασε σαν φούσκα πάνω τους.
Πού επενδύουν οι millennials; Σε εμπειρίες, σε life – coaching, πρακτικές αυτοβελτίωσης και γενικά επενδύουν στους εαυτούς τους. Ανοίγουν τον δρόμο για μία ζωή πιο ανθρώπινη, πέρα απ’ τις εξαντλητικές απαιτήσεις που τούς επιβάλλει ο καπιταλισμός. Στέκονται με θάρρος ανάμεσα σε κακ0ποιητικούς εργοδότες, σε βομβαρδισμό προϊόντων κι influencers με τέλεια εικόνα και την οικογένεια με τα πατριαρχικά κατάλοιπα της και τα τραύματα που φέρει απ’ το παρελθόν.
Πέφτουν σε λούπες συγκρίσεων και τελειοθηρίας, προβάλλουν ναρκισσιστικά το εγώ τους στο Instagram, αλλά παράλληλα εργάζονται με θάρρος και τόλμη με τους προσωπικούς τους δαίμονες και το ατέρμονο άγχος, κάνοντας μία προσπάθεια να διατηρήσουν το ανθρώπινο είδος ενδυναμωμένο και να κληροδοτήσουν ως γονείς, συνάδελφοι και συνάνθρωποι λίγο πιο ευνοϊκές για την ψυχοσύνθεση αξίες.
Οι millennials αναζητούν θεραπεία, διότι καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της σύγχρονης ζωής, όπως το άγχος της ψηφιακής εποχής, τις κοινωνικές πιέσεις και τις παγκόσμιες αβεβαιότητες. Μιλούν ανοιχτά για την ψυχική υγεία και βάζουν σε πρώτο πλάνο την αυτο-φροντίδα, κάνοντας μια προοδευτική στροφή προς την αναγνώριση και τη διαχείριση της πολυπλοκότητας της σύγχρονης ζωής.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος