«Θα μιλήσουμε λοιπόν απόψε για την ανάσα της ανθρωπότητας μέσα στους αιώνες. Δε θα αναφερθώ στις σημαντικές μελέτες που γίνονται στα πλαίσια της Μουσικολογίας, της Ψυχολογίας της Μουσικής και άλλων ακαδημαϊκών ειδικοτήτων. Θα προσπαθήσω μόνο να μοιραστώ μαζί σας κάποιες απλοϊκές σκέψεις και αισθήματα που προκύπτουν από το ισόβιο ταξίδι μου μέσα στην τέχνη αυτή.»
Με αυτά τα λόγια, ο αγαπημένος και διαχρονικός καλλιτέχνης Αλκίνοος Ιωαννίδης, έδωσε μια συγκινητική διάλεξη, καλεσμένος στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, με αφορμή τη Γιορτή των Γραμμάτων. Με τον ποιητικό και αιθέριο λόγο του, μίλησε για αυτό που ξέρει πιο καλά, το τραγούδι και τη μουσική:
«Το τραγούδι, αυτή η αόρατη ύλη, αυτό το Άγιο Πνεύμα που μας φωτίζει χωρίς να φαίνεται, που μας μεταμορφώνει χωρίς να αγγίζεται, που μας κινεί χωρίς να μας σπρώχνει, υπήρξε πάντοτε ο πιο σύντομος δρόμος από τον εαυτό μας στο πιο μακρινό σημείο του σύμπαντος, και την ίδια ώρα στο βαθύτερο κέντρο της ύπαρξής μας. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες οι θρησκείες χρησιμοποιούν τη δύναμη του τραγουδιού στις τελετές τους. Χωρίς τραγούδι, δεν υπάρχει θεός.»
Για ακόμη μια φορά, με την απλότητά του μας προσέφερε σχεδόν μυσταγωγικά πληροφορίες για την τέχνη του, αλλά και την τέχνη γενικότερα, ενώ, πάντα επίκαιρος και, κόντρα στην αγένεια και τη σκληράδα της εποχής και της πολιτικής σκηνής, έθιξε το ζήτημα της Τέχνης στα σχολεία.
Ο ίδιος αναφέρει: «Λένε ότι όπου χτίζεται ένα σχολείο, γκρεμίζεται μια φυλακή. Θα έλεγα ότι ένα καλό σχολείο, πράγματι, γκρεμίζει μια φυλακή. Ένα κακό σχολείο όμως, γίνεται το ίδιο φυλακή για τις ψυχές των μαθητών του και ζημιώνει τελικά το σύνολο της κοινωνίας. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, πρώτα πρέπει να φροντίζουν να βγάζουν ελεύθερους ανθρώπους και μετά καταρτισμένους επαγγελματίες. Η Τέχνη, πρέπει να βρίσκεται δυναμική, συμπεριληπτική, δημιουργική, ελεύθερη και προσβάσιμη, σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, αλλά και σε όλη μας τη ζωή.»
Δυστυχώς, στην κοινωνία μας, ηθελημένα ή μη, υπάρχει μια τάση να απαξιώνουμε οτιδήποτε άυλο. Έτσι και η Τέχνη, συνεχώς υποβαθμίζεται από την Πολιτεία και βίαια αποκόβεται από την εκπαίδευση, αφήνοντας τα παιδιά – μελλοντικούς ενήλικες, πεινασμένους και μισούς. «Μισούς»· δεν είναι τυχαίο που η λέξη αυτή μοιάζει με το μίσος. Γιατί ο άνθρωπος που είναι κοντά με την Τέχνη αγαπάει, είναι ολόκληρος κι ακέραιος.
Λέει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στην ομιλία του: «Η Τέχνη δίνει σχήμα σε όλες αυτές τις απαραίτητες για την ανθρώπινη ευημερία αξίες, και τις ακουμπά στα χέρια και στην ψυχή μας. Όπως έγραψε ο Wittgenstein: «Στο έσχατο βάθος, η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν.» Το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνουμε, δεν είναι η επιφάνειά του που βλέπουμε, αλλά το βάθος του και οι ουσίες που κρύβονται εκεί. Σ’ αυτό το βάθος, σε αυτή την ουσία μάς πηγαίνει η τέχνη. Η απαξίωσή της, από κύριο συστατικό της ύπαρξής μας σε εμπορικό προϊόν, επιφανειακή κατανάλωση, διακοσμητική πολυτέλεια ή κουτσομπολιό διασημοτήτων, είναι άδικη και καταστροφική.»
Η Τέχνη είναι δρόμος, είναι κανάλι που υπάρχει απ’ αρχής του κόσμου. Το να στερούμε από τα παιδιά την πρόσβαση και τη συμμετοχή στη δημιουργική διαδικασία, είναι εγκληματικό. Γιατί, αν είναι έννοιες «ενσυναίσθηση, φαντασία, έκφραση, ευγένεια, ανακάλυψη, προσωπικότητα» είναι άυλες, είναι γιατί πάνε μαζί με την Τέχνη. Η αφύπνιση των αισθήσεων δεν μπορεί να κατακερματιστεί και να πουληθεί πουθενά. Οι μνήμες, η δημιουργική έκφραση, η αφοβία που έρχεται μέσα από το τραγούδι, η αποκάλυψη μέσω της ζωγραφικής, οι συμβολισμοί του θεάτρου και οι βαθιές συγκινήσεις όταν τα λόγια ενός ποιήματος ακουμπούν στην καρδιά, είναι τόσο ανθρώπινα και θεϊκά ταυτόχρονα. Άλλωστε, τι μας διαχωρίζει από το θείο, και πόσο κοντά σε αυτή τη θεία μας διάσταση μας φέρνει η επαφή με την Τέχνη;
Δεν αρκεί να προσφέρουμε στους νέους, ανορεξικές επισκέψεις στα μουσεία, αλλά πρέπει να τους δίνουμε χώρο και χρόνο να ανέβουν κι αυτοί στο μονοπάτι της, προσφέροντας τους υλικά και εφόδια να εκφραστούν. Όχι για να γίνουν απαραίτητα καλοί κι επιτυχημένοι καλλιτέχνες, αλλά για να μπορούν να επιβιβαστούν σε αυτό το βιωματικό κι εμπειρικό ταξίδι της δημιουργίας, το οποίο είναι αναπόσπαστο και φυσικό κομμάτι του ανθρώπου.
Ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός τονίζει: «Η Δημόσια Εκπαίδευσή μας οφείλει να αναβαθμίσει τα μαθήματα τέχνης στα σχολεία σε γιορτή και σε εμπειρία για τους μαθητές και τους δασκάλους, αντί να μειώνει τις ώρες τους.»
Ο κάθε ένας από εμάς, έχει τη μοναδική του δημιουργικότητα η οποία ακουμπάει στο ασυνείδητο, στα συναισθήματα και τα σύμβολα. Οφείλουμε να δίνουμε σύμβολα στα παιδιά, για να μπορούν να «χωρέσουν», καθώς η στείρα λογική που μας επιβάλλουν συνεχώς δε μας χωράει. Τι αποδείξεις θέλουμε για να δούμε ότι η ανθρωπότητα διχάζεται και μισεί; Ένα ζάπινγκ στην τηλεόραση είναι αρκετό.
Παίρνουμε την Τέχνη από τα σχολεία και μετά απορούμε για την παραβατικότητα των νέων. Χωρίς να καταλαβαίνουμε πως η Τέχνη μπορεί να είναι το απόλυτο καταφύγιο παιδιών και μεγάλων, ένας χώρος που η ψυχή αγαλλιάζει, φουρτουνιάζει και της επιτρέπεται να είναι αλλόκοτη κι αταίριαστη με τις ασφυκτικές νόρμες της σημερινής κοινωνίας. Δώσε Τέχνη στον λαό και θα ελευθερωθεί, θα αγαπηθεί, θα κάνει έρωτα. Πάρε του την Τέχνη και δες τον να μισεί, να προσκυνάει υλικούς θεούς και να κάνει πόλεμο.
Ας προσφέρει η πολιτεία, καθολική Παιδεία στα παιδιά, ας τα αφήσει να μάθουν με την Τέχνη, να παίξουν με αυτή, να εκπαιδευτούν ώστε να γίνουν πλήρεις, νοήμονες κι ελεύθεροι. Από την αφαίρεσή της από τα σχολεία μέχρι την απαξίωση των καλλιτεχνών, η πολιτική του σήμερα προσπαθεί εντατικά να πριονίσει οτιδήποτε έχει τη δυνατότητα να ελευθερώσει και να διευρύνει την ανθρώπινη σκέψη.
Η τέχνη ενδυναμώμει τους ανθρώπους και τους οδηγεί στην αυτοανακάλυψη και την αυτοαποδοχή, είναι ιερή και άγρια ταυτόχρονα – όπως ο έρωτας. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, βρίσκεται για άλλη μια φορά στο προσκήνιο για όλους τους σωστούς λόγους και εμείς τον ευχαριστούμε. Στα τραγούδια και στα λόγια του ανακινήθηκαν δικά μας συναισθήματα και μαζί με την υπέροχη διάλεξη του που υπάρχει ολόκληρη εδώ, μας κάνει να σκεφτούμε πως η τέχνη δεν είναι κάτι ξέχωρο από τον άνθρωπο, αλλά ίσως το πιο ευχάριστο κι αγνό του μέρος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου