Δε θέλω να ξέρω πια. Δε με νοιάζει τι είχες στο γαμημένο το μυαλό σου όταν με πρωτοπλησίασες. Μου έστειλες πρώτος κι έκανα καιρό να σου απαντήσω, γιατί πίστευα πως δεν ήσουν για μένα. Η αλήθεια είναι πως ακόμα το πιστεύω, αλλά για μια μικρή, τυχαία στιγμή μ’ έκανες να σκεφτώ πως τα πράγματα μεταξύ μας θα ήταν ηλιόλουστα και χαλαρά. Κι εκείνη τη στιγμή άρχισα να χάνω…
Ήταν μεγάλη βλακεία μου να σ’ αφήσω να μου αλλάξεις γνώμη γιατί μαζί μ’ αυτή, μου άλλαξες και τα φώτα. Δεν υπερβάλλω, ήσουν σαρωτικός και καταλυτικός, ακριβώς όπως όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, έτσι κι εσύ. Δε σ’ έβλεπα ούτε δυνάστη ούτε εχθρό, αλλά μια ευκαιρία για λίγο φως κι ας είχα ορκιστεί πως δε θα ξανακυνηγήσω κανέναν και θα κοιτάω μόνο τον εαυτούλη μου.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή, τουλάχιστον, δε σε ζύγισα σωστά. Κι όταν ήρθε η ώρα να τα πούμε όλα γυμνοί, εκτός από μένα, είχες καταλάβει κι εσύ τι παιχνίδι έπαιζα. Πούστικο, έτσι; Σε αγνόησα, σε ειρωνεύτηκα, σε ερωτεύτηκα. Πόσο μακριά μπορείς να τραβήξεις ένα τόσο πετσοκομμένο σκοινί; Πόσο να σχεδιάσεις όταν η ημερομηνία λήξης είναι πριν την κατανάλωση; Απλά δεν ξέρω ακόμα πώς τα κατάφερνες να νιώθεις πάντα το ίδιο, όπως και πριν με γνωρίσεις.
Ξαναδιαβάζω τις συνομιλίες μας –γιατί ακόμα και τις μαλακίες μου τις αγαπάω και τις φροντίζω–, μπαίνω για να σε βλέπω ενεργό και να μη στέλνεις, μπαίνω για να μαθαίνω πόσο μαλάκας είσαι και ποσό σκατά τα έκανες όλα. Μπαίνω γιατί δε θ’ αφήσω κανέναν καριόλη να μου πει πόσα θα νιώσω ούτε μέχρι πότε, μπαίνω για να καταστρατηγήσω κάθε δικαίωμά σου να με περιορίσεις και να με κάνεις μια απ’ τις πολλές σου.
Θέλω και δε θέλω να τα ξέρω όλα, θέλω να μη με νοιάζει και ξέρεις γιατί; Γιατί ξέρω τι περισσότερο θα μπορούσε να συμβεί μεταξύ μας, γιατί ξέρω εμένα και κατάλαβα έστω κι αργά εσένα. Δε θα μου άφηνες τίποτα να διεκδικήσω ούτε να χαρώ, θα μου τα έκλεβες όλα πριν τα σκεφτώ. Καλύτερα λοιπόν που τ’ άφησες στη μέση, μα δεν έχω άλλες πληγές για κανέναν πια.
Με στράγγισες αργά κι αριστοτεχνικά και σ’ άφησα να το κάνεις γιατί ήλπιζα πως ήσουν η απάντηση σ’ ό,τι είχα παλέψει καιρό πριν. Δεν ήθελα θαύματα, δεν πιστεύω ότι αξίζω κάτι τέτοιο, αλλά πραγματικά έχω γονατίσει τόσο πολύ που δεν μπορώ να δω ούτε τον ήλιο. Μ’ έβαλες στην πιο βαθιά τρύπα και αποφάσισες ότι θα σωθείς μόνο εσύ, μαγκιά σου, ρε φίλε, όλα καλά για σένα που ξεχνάς πιο γρήγορα, κοιμάσαι πιο βαθιά, ξυπνάς πιο χαλαρά…
Τ’ ορκίζομαι δε θα με ξαναπειράξει που είσαι ενεργός και δε μου στέλνεις, που δε μιλάμε, δε θα ξανασκοτωθώ να δω το μήνυμα που ξέρω πως δεν είναι από σένα, αλλά ένα βράδυ θέλω να έρθω κάτω απ’ το σπίτι σου και να σου φωνάξω «Δεν τα σβήνω, ρε μαλάκα, τα μηνύματά σου!».
Να θυμάμαι σε ποιο σημείο σ’ έχασα, δεν τα σβήνω να μην ξεχάσω ούτε δευτερόλεπτο πόσο με ξεφτίλισες, να θυμάμαι τη μαγκιά σου. Δεν τα σβήνω, δε με βοηθάνε να ξεχάσω, δε με βοηθάνε να προχωρήσω, με βοηθάνε να μάθω κι ίσως κάποτε να σε μισήσω. Αλλά τώρα, ούτε αυτό…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη