«Χωριό μου, χωριουδάκι μου» αναφωνείς μετά τον τελευταίο σου αναστεναγμό κι ανοίγεις τα παράθυρα διάπλατα να μπει μέσα άπλετο το φως του πρωινού ηλιοστασίου. Πανέμορφα όλα τριγύρω. Καταπράσινα λιβάδια, πλούσιες εικόνες· δεν τις χορταίνει το μάτι σου. Τίποτα σαν τη ζωή στο χωριό, εκεί όπου η φύση οργιάζει. Να ‘ταν μόνο η φύση μόνο.

Αυτός  ο επίγειος παράδεισος κατοικείται από ανθρώπους, μην το ξεχνάς. Όσο λιγοστοί κι αθώοι και αν φαίνονται στα μάτια ενός τουρίστα ή περαστικού, δεν παύουν να αποτελούν οντότητες με ελαττώματα.

Το χωριό είναι μια κλειστή κοινωνία. Τι κρύβεται όμως πίσω από τον όρο «κλειστή» ;

Πολλά. Οι άνθρωποι εδώ χωρίς να θέλω να τους κρίνω αρνητικά, έχουν έναν διαφορετικό τρόπο να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις από τους αντίστοιχους της πόλης. Θες να τον πεις στενόμυαλο, παλιομοδίτικο, στερεοτυπικό; Έτσι φαίνεται στα μάτια των ξένων. Εγώ θα τον πω απλώς «χωριουδίστικο», έτσι θα τον βαφτίσω.

Όπως και να ‘χει, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης τους, αυτή η ζωή τους και σ’ όποιον αρέσει.

Η ζωή τους, λοιπόν, συνήθως κυλά με ηρεμία, πολύ ηρεμία, τόση που καταντά ρουτίνα και φτάνει μέχρι τα όρια της καταθλιπτικής ανίας.

Ένα μόνο γεγονός μπορεί να αναστατώσει αυτήν τη φαινομενικά ήσυχη ατμόσφαιρα. Από τα πιο συνταρακτικά που μπορούν να συμβούν σε ένα χωριό, είναι οι παράνομοι έρωτες. Iστορίες που σοκάρουν κι αναρωτιέσαι: «καλά εδώ συμβαίνουν αυτά;»

Δασκάλες να ερωτοτροπούν με μαθητές, χωρισμένες με παντρεμένους, παντρεμένες με άλλους παντρεμένους, βαφτιστήρια με τις νονές τους –ήμαρτον Κύριε–, ανήλικα δεκαπεντάχρονα με σαραντάρηδες και ούτω καθεξής.

Καταλυτικοί σαν χείμαρροι θα σαρώνουν ό,τι βρεθεί στο πέρασμά τους έτσι και μαθευτούν. Δυστυχώς, κρυφοί δεν θα καταφέρουν να μείνουν για καιρό.Ένας να δει το παράνομο ζευγάρι να ερωτοτροπεί, η ζημιά έχει γίνει.

Ποιος είδε, τότε, το Θεό και δεν τον φοβήθηκε.Σούσουρο, τα τηλέφωνα να χτυπούν ασταμάτητα. Μόλις έδωσες στην μικρή κοινότητα τροφή για κουτσομπολιό. Η ιστορία πάει κι έρχεται από στόμα σε στόμα:

«-Τα μαθες; Η Ελένη ,του Χατζηκώστα η γυναίκα.

 -Ναι, τι έγινε με αυτή;

 -Κρατάς μυστικό;

 -Εγώ δεν κρατάω ,Ματούλα μου, τι λές;

 -Την πιάσανε λέει στο χωράφι με τον αδελφό του Δημήτρελου.

 -Ποιονε καλέ, το Μιχαλάκη;

 -Ναι, αυτόνε!

 -Ιιιιι,την άσπιλη κι έχει και παιδιά, δεν ντρέπεται λίγο»

Αυτή είναι μόνο η αρχή. Χαρακτηριστικό των ερώτων αυτών δεν είναι μόνο ότι σπέρνουν το κουτσομπολιό. Αλλάζουν τη διάθεση, την ψυχοσύνθεση των συγχωριανών. Βλέπεις μέσα σε λίγες μέρες φάτσες αλλαγμένες, από χαρούμενες καταθλιμμένες, από αδιάφορες, γεμάτες περιέργεια, από κατσούφικες, γεμάτες μυστήριο και τρέλα. Κάθε σκαρί με τη δική του αντίδραση.

Μαγαζιά που δε γέμιζαν ποτέ, τώρα να σφύζουν από κόσμο κι άλλα που δεν έπεφτε καρφίτσα τώρα να αδειάζουν γιατί οι ιδιοκτήτες είναι οικογένεια με τους εγκληματίες, τους παράνομους εραστές.

Η ιστορία τους πολλές φορές αλλάζει, διαπλέκεται και περιπλέκεται, μπαίνουν στη μέση κι άλλοι. Δυσκολεύεσαι πλέον να χαρακτηρίζεις ποιοι είναι θύματα και ποιοι οι θύτες. Αν τολμήσεις  να υπερασπιστείς τους κατηγορηθέντες μαύρο φίδι που σ’ έφαγε. Φταις σίγουρα κι εσύ.

Ας μην ξεχνάμε την ιστορία της Μαρίας της Πενταγιώτισσας, πόση αναστάτωση προκάλεσε στο χωριό της με τους αλλεπάλληλους παράνομους ερωτικούς της δεσμούς. Κακουργήματα προκλήθηκαν εξαιτίας της.

Για να τα λέμε κι αυτά, τέτοιοι έρωτες –ειδικά στο παρελθόν αλλά και σήμερα σε μερικά χωριά της Κρήτης αλλά και στη Μάνη– μπορούσαν να ξεκληρίσουν ολόκληρες οικογένειες, ολόκληρα γενεαλογικά δέντρα, ίσως και να αφανίσουν ολόκληρα χωριά. Ξεκινούσαν «βεντέτες» όπως  ονομάζονταν, πνίγοντας τους χωρικούς σε ένα ακατάσχετο λουτρό αίματος.

Όπως και να ‘χει οι παράνομοι έρωτες έχουν δυο όψεις.

Από τη μία, αν το πάρουμε λίγο επιφανειακά, δίνουν μια ξεχωριστή νότα στην κατά τ’ άλλα βαρετή και συνηθισμένη καθημερινότητα των ανθρώπων του χωριού. Γίνονται το κυρίως θέμα συζητήσεων παντού, ανάβουν τα αίματα και το ενδιαφέρον.

Από την άλλη όμως, φανερώνουν την ηθική και τη νοοτροπία των ανθρώπων ενός μικρού μέρους. Η πρόοδος σε τομείς όπως οικογένεια, φιλία, σχέση, γάμος, εκκλησία, ακολουθεί μια αργή και σταθερή πορεία, ίσως και να μην έρθει ποτέ.

Οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού επιζητούν με τον τρόπο τους να διατηρηθούν τα έθιμά και τα ήθη τους που έχτισαν χρόνια ολόκληρα. Ο χρόνος κυλάει πολύ πιο αργά γι’ αυτούς και τα νέα δεδομένα του δυτικού κόσμου φαίνονται παρωχημένα κι ανήθικα. Επιλέγουν με λίγα λόγια να ζουν με έναν συντηρητικό, ιδιόμορφο ίσως τρόπο κι ειλικρινά δεν θέλουν να αλλάξει– όχι εύκολα τουλάχιστον.

Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει για όλους τους κατοίκους του χωριού. Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα κάνουν τη διαφορά. Εκείνοι που θα επαναστατήσουν, γιατί είναι στο αίμα του ανθρώπου να επαναστατεί.

Καταπιεσμένοι, ρουτινιασμένοι, με επιλογές που δεν είναι πάντα δικές τους γιατί «έτσι πρέπει» είναι αυτοί που θα πέσουν στην παγίδα των παράνομων ερώτων.

Επιπλέον, τα ένστικτα πολλαπλασιάζονται σε μια τόσο μικρή κοινωνία. Δηλαδή, εύλογα, αφού δεν έχεις τι να κάνεις και ποιον άλλον να γνωρίσεις. Σου τη βαράει να πας να την πέσεις στο γείτονα. Άνθρωπος είσαι, έχεις και ορμές!

Ο έρωτας, επομένως, φαίνεται να είναι η μόνη σωτήρια λύση ακόμα και παράνομος. Είναι όμως και από τα μεγαλύτερα όπλα της ανθρωπότητας. Από τη μία ενώνει, από την άλλη σπέρνει τη διχόνοια. Πάντως δε νικιέται με τίποτα.

Καλά λέει, λοιπόν, ο Σοφοκλής μέσω της Αντιγόνης: «έρως, ανίκατε μάχαν».

 

Υ.Γ το παρών κείμενο έχει κυρίως χιουμοριστικό περιεχόμενο. Δεν επιθυμώ να θίξω κανέναν με όσα γράφω.

Συντάκτης: Κατερίνα Σκόνδρα