Ήταν καλοκαιρινή η μέρα που πήγες για πρώτη φορά βόλτα μόνος στην παραλία. Ήταν η ώρα που την αποκαλούσαμε μαζί «η πιο γλυκιά ώρα». Ο ήλιος έκαιγε ελαφρά και το χρώμα του έχει αρχίσει να παίρνει τη μορφή των επίγειων σωμάτων. Συνήθως μετά τη μεσημεριανή μας σιέστα, στο σπίτι στην Κύθνο, κάναμε μαζί μία τεράστια βόλτα στην ακρογιαλιά κι εκεί που το κύμα φιλάει την άμμο, εσύ φιλούσες εμένα.
Μα σήμερα σηκώθηκες νωρίτερα, ντύθηκες βιαστικά και ξετρύπωσες απ’ το σπίτι μισή ώρα πριν απ’ το σύνηθες ραντεβού μας. Όταν πια σηκώθηκα κι εγώ και δε σε βρήκα, παραξενεύτηκα. Πλησίασα στο παράθυρο και σε είδα να απομακρύνεσαι ευγενικά, κάνοντας σταθερά μα αβέβαια βήματα στην άμμο, αφήνοντας το κύμα να βρέχει τα πόδια σου. Σε παρακολούθησα για λίγο, όμως μετά ένιωσα να σου περιορίζω την ελευθερία και σταμάτησα να κοιτάω μέσα απ’ το παράθυρο.
Γύρισες έπειτα από 45 λεπτά και μπήκες στο σπίτι με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να κοιτάξεις το ρολόι στον τοίχο, όπως έκανες συνήθως, υποδεικνύοντας πως είσαι πεινασμένος κι ανυπομονείς να μαγειρέψουμε. Όταν σε ρώτησα τι έχεις, απάντησες με ένα ξερό «Τίποτα… Βασικά, δεν ξέρω» και πήγες στο δωμάτιο. Ξεκίνησα να μαγειρεύω, για να συνεχίσουμε την καθημερινότητά μας, παρόλο που με είχες αφήσει πίσω. Κι έπειτα σε είδα να μπαίνεις στο δωμάτιο, έψαξες για λίγο τον αναπτήρα κι άναψες ένα τσιγάρο. Πόσα χρόνια είχα να σε δω να βάζεις τσιγάρο στο στόμα σου. Πίστευα πως αυτό το κεφάλαιο είχε κλείσει.
Σε ρώτησα αν είσαι καλά, κι είπες «Ναι. Βασικά, δεν ξέρω». Δεν ήθελα με τίποτα να κάνω την επόμενη ερώτηση, όμως η αξιοπρέπειά μου μού το επέβαλε κι έτσι σχεδόν αυτόματα, σαν να μη κάνω κάποια κίνηση ή σκέψη, είπα «Έχει να κάνει με ‘μένα;». Τότε πήρα την απάντηση που με τρόμαξε. «Πρέπει να μιλήσουμε.»
Σε άφησα να μιλήσεις, να τα βγάλεις από μέσα σου, να μη βγάζεις νόημα με τα λεγόμενά σου, να σε ακούσω όσο με πονούσες με ό,τι κι αν έλεγες. Δεν είπες κάτι συγκεκριμένο, παρά μόνο κάτι ακατάσχετες αερολογίες, όπως «Δεν ξέρω τι θέλω», «Δεν ξέρω τι μου φταίει», «Νιώθω πολύ πιεσμένος», «Δεν ξέρω τι θέλω». Μέτρησα τις φορές που άκουσα εκείνο το «δεν ξέρω τι θέλω.». Δεκατρείς. Κατάλαβα πως ήσουν μπερδεμένος, όμως δεν κατάλαβα το γιατί. Δεν κατάλαβα τι είχα κάνει, αν είχα φταίξει κάπου. Και δε μου είπες ποτέ. Έφυγες την επόμενη μέρα απ’ την Κύθνο, ίσως και για πάντα, δίνοντάς μου ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο. Δε μου ξαναμίλησες για τον υπόλοιπο Αύγουστο.
Μία μέρα του Σεπτέμβρη, στην Αθήνα, με πήρες τηλέφωνο. Ήθελες να περάσεις απ’ το σπίτι να μαζέψεις τα πράγματά σου. Προσπάθησα να αποφύγω τη συνάντηση, όμως με πέτυχες πριν φύγω. Σου είχα φτιάξει τα περισσότερα ακριβώς για να μη δω το θέαμα η ίδια. Συγκινήθηκες, από ό,τι κατάλαβα, με όλες τις αναμνήσεις μας απ’ το σπίτι κι επιδίωξες να με πάρεις αγκαλιά. Σε αγκάλιασα κι εγώ, αλλά δεν ήθελα να δοθεί επέκταση.
Με φίλησες κι ενώ ενέδωσα για λίγο, σε διέκοψα απότομα γιατί ήθελα να δώσω μορφή σε αυτή την αυθόρμητη κίνηση. Ρωτώντας σε «Τι κάνεις, τι σημαίνει αυτό;». Πήρα για ακόμη μία φορά την ίδια απάντηση. Δεν ήξερες. Τσαντίστηκα. Σε ρώτησα τι θέλεις. «Με παρατάς το καλοκαίρι χωρίς να εκφράσεις λόγο και τώρα επιδιώκεις να με δεις, τι είναι αυτό που θέλεις;» Κοιτάς κάτω, μετά με κοιτάς στιγμιαία στα μάτια, με τα δικά σου να ‘χουν βουρκώσει, και μετά ξανά κάτω, για να πεις «Δεν ξέρω τι θέλω».
Ξετυλίχτηκαν δύο λεπτά σιωπής στα οποία μάζεψα πολύ κουράγιο. Παρόλο που το μόνο που θα ‘θελα σε όλο τον κόσμο εκείνα τα λεπτά ήταν εσένα να θέλεις εμένα, κατάλαβα πως δεν ήμουν αυτό που ήθελες, τη δεδομένη στιγμή, για τους δικούς σου λόγους, ίσως για τη δεδομένη ζωή. Κι ενώ φλέρταρα με το παιχνίδι της αβεβαιότητας για να παρατείνω τη μεταξύ μας σχέση, άντεξα, και με όλο το θάρρος που έχω χτίσει γύρω μου, είπα μόνο αυτό: «Αφού δεν ξέρεις τι θέλεις, σίγουρα δε θα το βρεις εδώ.»
Σαν να περίμενες αυτή μου την απάντηση, ίσως και να την επιζητούσες εν μέρει για να λυτρωθείς, έσκυψες πάλι το κεφάλι κι απομακρύνθηκες απ’ την όψη μου, μέχρι που η πόρτα εκείνου του διαμερίσματος μας χώρισε, κλέβοντάς μου την τελευταία εικόνα της πλάτης σου.
Μα δεν την άκουσα να κλείνει, μόνο για να συνειδητοποιήσω πως την είχες αφήσει ανοιχτή. Την πλησίασα, σε πλησίασα κι όσο και να με πονούσε να ακούσω τον θόρυβο, την έκλεισα πίσω σου. Αν δεν ξέρεις τι θέλεις, δε θα το βρεις εδώ!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη