Τα απογεύματα της Πέμπτης πάντα την ενθουσίαζαν περισσότερο κι από ολόκληρο το σαββατοκύριακο μαζί. Τότε μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να σχεδιάζει το τριήμερό της, ξεκινώντας από Παρασκευή απόγευμα μέχρι Κυριακή μεσάνυχτα. Ή μπορεί κι επίτηδες να μη σχεδίαζε απολύτως τίποτα, για να γευτεί όλα τα απρόσμενα που της επιφύλασσαν οι παρέες της.
Έτσι κι εκείνη την Πέμπτη, γύρω στα μέσα του Σεπτέμβρη, που το καλοκαιρινό αεράκι δε δεχόταν να παραιτηθεί ακόμη, η Άννα καθόταν σιωπηλά στη βεράντα του σπιτιού της, παρακολουθώντας ήρεμα τη δύση του ηλίου. Γύρω στις 8.30, σηκώθηκε να πάει για δείπνο έξω, αποφασίζοντας πως το σαββατοκύριακο που ακολουθούσε θα ήταν ένα απ’ τα αυθόρμητά της. Άλλωστε, το χρωστάει στο χαμένο καλοκαίρι που ξεθώριαζε στον ορίζοντα.
Η Παρασκευή, στο μεσημέρι της, βρήκε την Άννα με τις φίλες της βόλτα στην Πλάκα, σε ένα απ’ τα αγαπημένα της μέρη. Η αρχιτεκτονική των σπιτιών ανέκαθεν τη μάγευε και τη μετέφερε σε μια άλλη εποχή, όταν ο ρομαντισμός ξεχείλιζε απ’ τις γλάστρες που μόλις είχαν ποτιστεί στα μεγαλοπρεπή μπαλκόνια και στα ευγενικά μάτια των περαστικών. Αφού κάθισαν σε ένα απ’ τα στέκια τους για κρασί, το κέφι δεν άργησε να ανάψει, ώσπου οι έξι κοπέλες τραγουδούσαν μαζί με μία εξίσου μεγάλη ανάμεικτη παρέα αγοριών και κοριτσιών.
Η Άννα καθόταν στην άκρη του τραπεζιού, όταν ανακάλυψε μαζί με τον Γιάννη, που καθόταν ακριβώς δίπλα, πως μοιράζονται το ίδιο αγαπημένο τραγούδι. Χαμογέλασε∙ τόσα χρόνια που το ακούει δεν είχε βρει κάποιος άλλον να του αρέσει. Αλλά κι ο Γιάννης το βρήκε εξίσου ελκυστικό· χωρίς να το καταλάβουν, είχαν πάψει να τραγουδάνε κι είχαν μπει σε μια δική τους συζήτηση. Στον Γιάννη έκανε εντύπωση που η Άννα είχε έναν έμφυτο ενθουσιασμό. Έλαμπε ολόκληρη όταν μιλούσε για αυτά που την παθιάζουν, οι λέξεις κολλούσαν η μία με την άλλη με ταχύτητα κι ένταση σχεδόν ακατανόητες στους γύρω. Όλους εκτός από έναν.
Όταν οι παρέες έληξαν τη βραδιά με γέλια, ο Γιάννης συνειδητοποίησε πως η έλξη που αισθανόταν για την Άννα δεν μπορούσε να αρκεστεί στο να πάρει απλώς τον αριθμό του τηλεφώνου της. Αποφάσισε να της ζητήσει αν θέλει να συνεχίσουν τη βραδιά τους. Εκείνη παρορμητικά δέχτηκε, κι αποχαιρετώντας τις φίλες της, αφού προηγήθηκαν οι απαραίτητες διαβεβαιώσεις πως όλα θα πήγαιναν καλά, ακολούθησε τον Γιάννη στην πλατεία Μαβίλη όπου κι έκατσαν να μιλάνε για ώρες σε ένα παγκάκι, μέχρι που ο ουρανός είχε αρχίσει να ντύνεται μ’ ένα απαλό ροζ.
Κανείς από τους δύο δεν ένιωθε ούτε ίχνος κούρασης, παρά το προχωρημένο της ώρας. Η Άννα ένιωθε περισσότερο ζωντανή από ποτέ. Το μυαλό της σκέφτηκε παιχνιδιάρικα πως, εφόσον αυτό το σαββατοκύριακο ανήκε δικαιωματικά στον αυθορμητισμό της ηλικίας τους, έπρεπε να το αξιοποιήσει στο έπακρο κάνοντας κάτι που θα θυμάται για όλη της τη ζωή.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, πριν συνειδητοποιήσει αν ακούγεται παράλογη, λέει παρορμητικά στον Γιάννη: «Θες να πάμε αυτή τη στιγμή, έτσι όπως είμαστε, Πειραιά και να μπούμε στο πρώτο πλοίο που φεύγει;». Μέχρι να προλάβει να καταλάβει τι ακριβώς είχε σκεφτεί, είδε τον Γιάννη να τρέχει προς το μετρό. Τον ακολούθησε· η ανατολή του ηλίου τους βρήκε μαζί στο άδειο κατάστρωμα του πλοίου με προορισμό τη Σκύρο. Το μόνο που άκουγαν ήταν ο παφλασμός των κυμάτων που έσκαγαν στην πλώρη του καραβιού κι η απαλή αίσθηση του αέρα που άπλωνε στα πρόσωπά τους μία στρώση θαλασσινού αλατιού. Η Άννα θυμήθηκε το λεύκωμα που είχε από μικρή. Κάποτε είχε περιγράψει ένα όνειρο που είχε δει ένα βράδυ ακριβώς με τα ίδια χαρακτηριστικά.
Τα πνευμόνια της γέμισαν με αδρεναλίνη και ξαφνικά ένιωσε ευγνώμων για όλα όσα την περιτριγυρίζουν, ο νους της πήγε ακόμη και στον οδηγό του καραβιού που εκτελούσε με ευλάβεια τα πρωινά δρομολόγια, έστω και με δεκαπέντε επιβάτες. Φούσκωσε από χαρά, ζούσε τη λεπτομέρεια του ονείρου της, έβλεπε την ανατολή του ηλίου με τη θάλασσα να απλώνεται μπροστά της. Σαν από κάπου μακριά, άκουσε τον Γιάννη να της μιλά. «Η στεριά μπροστά στη θάλασσα είναι όπως ένα χαμόγελο μπροστά σε ένα φιλί.» Η Άννα σημείωσε στο μυαλό της αυτή τη φράση κι αφέθηκε στον παρορμητισμό του Σαββάτου της.
Στην Αθήνα, οι φίλες της έμαθαν για την εξόρμηση της Άννας και τη σχολίασαν με έκπληξη. Οι αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες: απ’ την Κατερίνα που δηκτικά παρατήρησε πως η Άννα έχει ξεφύγει, αναρωτώμενη τι θα έλεγαν οι γονείς της όταν το μάθαιναν, ως την Έλενα που στάθηκε όχι στο ταξίδι αλλά στην αφέλεια της εμπιστοσύνης σε έναν άγνωστο, αλλά και την Αριάδνη που στήριξε τη φίλη της με καλοπροαίρετη ζήλια, σκεπτόμενη πως το νεαρό της ηλικίας κι ο παρορμητισμός δεν την κάνουν αφελή ή ανώριμη, ίσως τελικά εκείνη να έκανε ό,τι θα έπρεπε να κάνουμε όλοι: να ακολουθούμε αυθόρμητα την καρδιά μας.
Η Άννα κι ο Γιάννης γύρισαν Κυριακή απόγευμα στην Αθήνα κι είναι μαζί ένα χρόνο τώρα, απλά επειδή συνειδητοποίησαν πως οι ιδανικές ιστορίες που είχαν φτιάξει είναι πολύ πιο εύκολο να γίνουν πραγματικότητα απ’ όσο νόμιζαν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη