Υπάρχουν δύο τύποι συντρόφων. Εκείνοι που μπαίνουν στη σχέση εύκολα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, κι εκείνοι οι κάπως πιο επιφυλακτικοί, ίσως και πιο απαιτητικοί, αφού έχουν ορισμένα κριτήρια τα οποία ψάχνουν σε έναν άνθρωπο που πρόκειται να μοιραστεί μαζί τους ένα χρονικό διάστημα της ζωής τους. Οι πρώτοι είναι εξοικειωμένοι στην εξέλιξη της σχέσης, περνάνε τα στάδιά της με ενθουσιασμό αλλά συνάμα και με σιγουριά. Οι δεύτεροι, απ’ την άλλη, προχωρούν με αργά αλλά σταθερά βήματα, γιατί έχουν συνηθίσει στη μοναξιά.
Έτσι έρχεται ξανά μία διαφοροποίηση ανάμεσα στους δύο τύπους. Οι πρώτοι θα περάσουν το στάδιο των μηνυμάτων και τηλεφωνημάτων δέκα φορές τη μέρα, μόνο και μόνο για να πουν ένα «γεια» και να μάθουν τι κάνει ο άλλος, με πολύ ενθουσιασμό κι ανυπομονησία. Θα χαζογελάνε, όταν έρχεται μήνυμα, θα σηκώνονται απ’ ό,τι κι αν κάνουν για να πάνε να μιλήσουν στο τηλέφωνο παραπέρα, θα ακυρώνουν σχέδια για να βρεθούν με τη σχέση τους, θα ξενυχτάνε στο τηλέφωνο και τα δάχτυλα θα παθαίνουν αγκύλωση απ’ τα μηνύματα.
Οι δεύτεροι, όμως, θα αντιδράσουν διαφορετικά. Όσοι είναι πιο προσγειωμένοι στη νέα τους σχέση, θα θέσουν τα δικά τους όρια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι ενθουσιασμένοι, ότι τους αρέσει λιγότερο ο άλλος άνθρωπος ή ότι δεν τον βλέπουν σοβαρά. Αντιθέτως, σημαίνει πως ξέρουν σε ποιες καταστάσεις πρέπει να θέτουν προτεραιότητες. Είναι έξω για καφέ με ένα φιλαράκι που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα; Τότε προτεραιότητα έχει το φιλαράκι. Είναι στο σπίτι με την οικογένειά τους και δειπνούν; Τότε προτεραιότητα έχει το οικογενειακό τραπέζι.
Το να ξέρεις να θέτεις τις σωστές προτεραιότητες στις καταστάσεις που σε περιβάλλουν είναι μεγάλο προσόν για μια υγιή σχέση. Αν είσαι με έναν σύντροφο που θέλει διαρκώς να μιλάτε στο τηλέφωνο, να του απαντάς στα μηνύματα όταν σε βλέπει online, να σηκώνεις αμέσως το κινητό ή έστω να τον παίρνεις πίσω με το που βλέπεις το αναπάντητο μήνυμα/κλήση του κι όλο αυτό είναι κάτι που σε πιέζει, ξέρεις την απάντηση. Είτε τον προσεγγίζεις με συζήτηση είτε, αν δεις πως δεν το κατανοεί, τον αφήνεις.
Το να ‘σαι διαρκώς και μονίμως εκεί, να απαντάς σε όλα τα μηνύματα και τις κλήσεις με το που προσγειωθούν στο κινητό σου και ταυτόχρονα να κάνεις το ίδιο και στον άλλο –για κάποιους, τουλάχιστον– είναι αποπνικτικό. Δεν αφήνει χώρο στον άλλο να υπάρχει και χωρίς το ταίρι του. Κι αν νομίζει κανείς πως «δε χρειάζεται να υπάρχει χωρίς τον σύντροφό του» τότε κάνει ένα πολύ σοβαρό λάθος. Οι σχέσεις δεν είναι κτήματα που τα επιβεβαιώνεις κάθε φορά που ο άλλος σηκώνει το τηλέφωνο ή απαντάει στο μήνυμά σου. Δε σέβεσαι τον άλλο με το να ‘σαι συνεχώς διαθέσιμος για εκείνον, τον σέβεσαι με το να του δίνεις τον χώρο και τον χρόνο του.
Εδώ ίσως να ταιριάζει ακόμα μία διαφοροποίηση. Ίσως θεωρείται πιο αποδεκτό και λογικό όταν βρίσκεσαι σε σχέση στα 17 σου. Τότε δεν έχεις πολλές εμπειρίες και δεν έχεις μάθει πώς να σέβεσαι τον άλλο με τον σωστό τρόπο. Σε αυτές τις ηλικίες είμαστε συνήθως πολύ πιο επιρρεπείς στα λάθη και, αλήθεια, ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους 17άχρονους εαυτούς μας; Όλες οι εμπειρίες είναι αναγκαίες για να μπορέσουμε να φτάσουμε τον δεύτερο τύπο σχέσεων, που συνήθως μας βρίσκει στο τέλος των φοιτητικών μας χρόνων κι άνω. Από μία ηλικία κι έπειτα, δε νοείται το να πιέζεις και να πιέζεσαι απ’ τη σχέση σου. Διότι αυτό δείχνει ανωριμότητα και κυρίως ανασφάλεια με τον εαυτό σου.
Όταν θυμώνεις επειδή δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει όταν δε σου απαντάει, δε φταίει ο άλλος που δεν είναι διαρκώς απίκο, αλλά μάλλον εσύ δε θεωρείς τον εαυτό σου αρκετό να υπάρξει σε σχέση με το άτομο το οποίο βρίσκεται δίπλα σου. Ή ίσως έχεις εναποθέσει όλες τις ελπίδες της δικής σου αποκατάστασης σε αυτό το άτομο, που θα ήθελες κι εκείνο να υιοθετήσει το ίδιο στιλ διεκδίκησης μέσω αναρίθμητων μηνυμάτων και κλήσεων.
Όπως και να ‘χει, αν βρίσκεις τον εαυτό σου να ταυτίζεσαι με κάποια απ’ τις προαναφερθείσες συμπεριφορές, ίσως θα έπρεπε να ψαχτείς λίγο παραπάνω. Αντί να παίρνεις τηλέφωνο δέκα φορές τη μέρα να μιλήσεις με τον σύντροφό σου, αφιέρωσε τον ίδιο χρόνο να κάνεις μία ειλικρινή κουβέντα με τον εαυτό σου και να διαχωρίσεις τα «θέλω» σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη