Δεν έχουμε ακόμα καταλήξει στο αν, τελικά, όντως υπάρχει έρωτας με την πρώτη ματιά, διότι οι απόψεις διίστανται, όμως σίγουρα μπορούμε να πούμε με κάποια σχετική βεβαιότητα πως υπάρχει ένα «κλικ» ανάμεσα σε δύο άτομα.
Σε μικρότερες ηλικίες, αυτό το περίφημο «κλικ» οφείλουμε να ομολογήσουμε πως το ακούγαμε σχετικά γρήγορα. Διότι δεν είχαμε κάποια συγκεκριμένα κριτήρια ή απαιτήσεις απ’ τους εφηβικούς μας έρωτες για να ξεχωρίσουν στα μάτια μας. Στα 16-17 μας, όλοι λίγο-πολύ θέλαμε να λέμε πως έχουμε σχέση με κάποιον, χωρίς να μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το ποιος θα ήταν αυτός.
Όσο μεγαλώνουμε, όμως, μεγαλώνει κι η λίστα με τα «θέλω» μας, κι εκείνο το «κλικ» δεν ακούγεται τόσο συχνά -κι ίσως, όσο συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε, να το ακούμε όλο και πιο σπάνια. Έχουμε φιλτράρει τις απαιτήσεις μας βάσει εμπειριών και προτιμήσεων ή έχουμε γίνει πολύ επιλεκτικοί με τις σχέσεις και τις ερωτικές μας συναναστροφές;
Το σίγουρο είναι, πάντως, πως μιας κι ακούστηκε αυτό το «κλικ», τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ‘ναι κι αμοιβαίο. Και τότε ξέρεις πως έχεις μπλέξει. Έχεις ενθουσιαστεί με κάποιον, τον σκέφτεσαι, ίσως και να τον έχεις ερωτευτεί. Κι ίσως έρθουν έτσι τα πράγματα κι είστε και μαζί! Πώς ξέρεις, όμως, ότι βαδίζετε στον ίδιο δρόμο; Ότι νιώθετε τα ίδια; Ότι είναι ασφαλές για ‘σένα να συνεχίσεις στους ίδιους ρυθμούς;
Συνήθως δεν είναι ιδιαίτερα περίπλοκο το να καταλάβεις (ή έστω να πάρεις μία ιδέα) αν ο άλλος νιώθει τα ίδια ή, έστω, σχεδόν τα ίδια με εσένα. Το βλέπεις απ’ τον τρόπο που συμπεριφέρεται, την προσοχή που σου δίνει, το πόσο σου ανοίγεται, αν σε ‘χει γνωρίσει στον κύκλο του, αν δημιουργεί χρόνο μέσα σε μια γεμάτη μέρα για να σε δει, αν ενδιαφέρεται να ακούσει τα προβλήματά σου. Γενικά, από τέτοια μικρά πράγματα που υποδηλώνουν αν τουλάχιστον πάει κάπου, που ν’ αξίζει, αυτή η σχέση.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου το ένα πρόσωπο στη σχέση δε βρίσκεται στον ίδιο ρυθμό με το άλλο, κι αυτό είναι ορατό σε έναν αντικειμενικό θεατή απ’ έξω. Σε ποιες περιπτώσεις το άτομο, που νιώθει τα περισσότερα, εθελοτυφλεί; Συνήθως, είναι σχετικά ορατή η γραμμή που διαχωρίζει τα πραγματικά συναισθήματα απ’ τις παραισθήσεις τους.
Η εθελοτυφλία είναι μία κατάσταση κατά την οποία το άτομο, που κλείνει τα μάτια μπροστά στο προφανές, αποφασίζει συνειδητά να αψηφήσει τον κίνδυνο της μη αμοιβαιότητας συναισθημάτων και να συμπεριφέρεται σαν να παίρνει σημάδια που τροφοδοτούν τα δικά του. Παραδείγματος χάριν, όταν το ταίρι σου σού λέει πως απόψε δεν μπορεί να ‘ρθει να κοιμηθεί μαζί σου γιατί είναι κουρασμένο, εσύ το μεταφράζεις πως θέλει πάρα πολύ να σε δει, αλλά δεν μπορεί, οπότε πας κάτω απ’ το σπίτι του και του χτυπάς τα κουδούνια για να σου ανοίξει να κοιμηθείτε μαζί. Γιατί αυτό ήταν το πρόβλημα, το ποιος θα πάει σε ποιον, όχι το ότι ο άλλος θέλει να μείνει μόνος του και προσπάθησε να το πει με ευγενικό τρόπο.
Συνήθως, όταν βρισκόμαστε σε μία συγκεκριμένη κατάσταση του νου, για την οποία έχουμε επίγνωση, μας είναι πιο εύκολο να εθελοτυφλούμε. Αν μία περίοδο ψάχνουμε απεγνωσμένα για ένα ταίρι, γιατί θέλουμε να αποδείξουμε κάτι στον εαυτό μας, στους άλλους ή έχουμε βαρεθεί τη μοναξιά, είναι εύκολο να γνωρίσουμε κάποιον και να παρερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά του, προκειμένου να δούμε αυτό που θέλουμε, τη δεδομένη στιγμή.
Αν πιάσουμε τον εαυτό μας να επιμένει εκεί που δεν υπάρχει κάτι, να ωραιοποιεί, να εξιδανικεύει και να μπαίνει αυτοβούλως σ’ έναν μάταιο παιδεμό, καλό είναι να θυμόμαστε πως αυτό που μας συμβαίνει είναι ότι ερωτευόμαστε περισσότερο την ιδέα της καψούρας, της σχέσης, της συμβίωσης, της ανάγκης μας για στοργή και συντροφικότητα ή της οποιασδήποτε ανάγκης μας στην παρούσα φάση, παρά το ίδιο το άτομο που έχουμε, υποτίθεται, ερωτευτεί.
Κάνοντας μία ανασκόπηση στο παρελθόν, βρίσκεις τον εαυτό σου να παρερμηνεύει σημάδια από κάποιον πρώην, γιατί ενδεχομένως ήθελες να λες πως βρίσκεσαι σε σχέση, σε μία μπερδεμένη κατάσταση ή πως γενικά παίζει κάτι με κάποιον; Αν ναι, θυμάσαι και με ποιον;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη