Όλοι μας έχουμε υπάρξει κάποτε πεισματάρικα κι απαιτητικά πιτσιρίκια σε ένα σούπερ μάρκετ, δίπλα απ’ τη μαμά, που παλεύει να γεμίσει το καρότσι με όσα γράφει στη λίστα της, να την παρακαλούμε να μας αγοράσει κάτι που δε χρειαζόμαστε, όμως εκείνη τη στιγμή το θέλουμε πολύ. Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται για χρόνια σε βιβλιοπωλεία και παιχνιδάδικα. Συνήθως, η μαμά δεν ενδίδει και δεν αποκτούμε ποτέ αυτό που θέλαμε. Τότε ξεκινάμε να σκεφτόμαστε «Αχ και να μπορούσαμε να το αγοράσουμε μόνοι μας!».
Κι ο καιρός με κλάματα, χατίρια και παράπονα περνά, μέχρι που φτάνει η στιγμή της πολυπόθητης ανεξαρτησίας μας απ’ τους γονείς μας. Αυτή η αυτονομία συνεπάγεται και μια (σχετική, έστω, αρχικά) ανεξαρτησία όσον αφορά τα έξοδα που κάνουμε, τις εξόδους και τα δώρα. Δεν υπάρχει έλεγχος και τότε είναι που αποκτούμε και το δικό μας στιλ, ξεκαθαρίζουμε προτιμήσεις και κατασταλάζουμε στις γεύσεις που μας ταιριάζουν καλύτερα.
Στην αρχή αφιερώνουμε όλα μας τα χρήματα στους φίλους, τους συντρόφους και σε ό,τι άλλο μας ευχαριστεί, επειδή έχει τη δική μας σφραγίδα. Ειδικά όταν πιάνουμε την πρώτη μας δουλειά, εκεί ποιος μας πιάνει! Οι εκδρομές, οι έξοδοι με την παρέα και τα απανωτά δώρα στους άλλους αλλά και στον εαυτό μας θεωρούνται οι σημαντικότερες επενδύσεις.
Μέχρι που τυχαίνει να ‘ναι τα γενέθλια της μαμάς, η γιορτή του μπαμπά ή κάτι για το οποίο θα άξιζε να γιορτάσουμε. Εκεί, για πρώτη φορά, αποφασίζουμε να ‘μαστε εκείνοι που χαρίζουμε κάτι σε αυτούς, ενώ τόσα χρόνια συνέβαινε το αντίθετο. Αποφασίζουμε να δώσουμε τα χρήματα που αποκτήσαμε απ’ τη δική μας δουλειά για να ευχαριστήσουμε εκείνους που μας μεταλαμπάδευσαν τις αρχές της οικονομίας και προσπάθησαν να μας μεγαλώσουν με τις σωστότερες αρετές. Το σκεφτόμαστε καιρό, ίσως παίρνουμε την άποψη των αδερφών μας και ζητάμε τη γνώμη του συντρόφου μας, κι έπειτα φτάνει η στιγμή που όλο περηφάνια τους δίνουμε το δώρο που ξέρουμε πως θα λατρέψουν.
Περιμένοντας εναγωνίως να δούμε την πρώτη τους αντίδραση στο δώρο μας, νιώθουμε ταυτόχρονα μια μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που μας δίδαξαν, που μας παρείχαν όσα περισσότερα μπορούσαν για να ‘χουμε τη μόρφωση που απαιτήθηκε για τη δουλειά που τώρα κάνουμε και που μας υπέμειναν όταν παρακαλάγαμε να μας αγοράσουν το παιχνίδι που ποτέ μας δε χρειαστήκαμε στ’ αλήθεια.
Βλέποντας την έκφραση ευχαρίστησης και συγκίνησης στα μάτια τους, γινόμαστε πάλι παιδιά, όπως τότε που κάτι ή κάποιος είχε στενοχωρήσει τη μαμά και την είχαμε δει να κλαίει, κι έπειτα με μια μας αγκαλιά είδαμε ξανά το πρόσωπό της να λάμπει. Νιώθουμε πως μπορούμε να προσφέρουμε ευτυχία στους ανθρώπους που έδωσαν τα πάντα για να βρισκόμαστε μαζί τους εκείνη τη μέρα. Κι έτσι προσθέτουμε ακόμα ένα πετραδάκι στο μονοπάτι της ευτυχίας μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη