Ενώ εσύ κοιμόσουν, πλησίασα αβίαστα στο περίγραμμα του κορμιού σου, χωρίς καμία ενοχή.
Χωρίς θύτες και θύματα, χωρίς δηλητηριώδη τικ τακ.
Με τα μάτια κλειστά το πρόσωπό σου μεγαλώνει, θεριό γίνεται, από αυτά που είναι κομμάτια του απολογισμού σου. Θεριό δίχως φωτιές και κόκκινο, το χρώμα είναι λευκό.
Σε αυτό το διάτρητο, το καθάριο, δεν έχεις περιθώρια για νερομπογιές και πασαλείμματα.
Ούτε για τέλειες γραμμές, χαρακωμένες έτσι ώστε να μην μετακινούνται.
Στην εισπνοή και την εκπνοή σου, βρίσκεται και η ιστορία σου. Αυτή που ακόμα κρατάς κρυφή, γιατί ο κόσμος παλεύει με τα κόκκινα, τα πιο σκοτεινά και εσύ φοβάσαι.
Με τα μάτια κλειστά, τα μαλλιά σου μοιάζουν παρμένα από τον Υφαντόκοσμο του Barker. Απόκοσμα, μυστηριακά, πολύχρωμα, απροσδιόριστα.
Αυτό αγαπώ σε σένα. Δεν είναι τα εύκολα ή τα δύσκολα μωρό μου που μας ενώνουν.
Είναι αυτή χαρά, που δεν μετατοπίζει το κέντρο μας. Μα και αν το κάνει, είναι γλυκό να αιωρείσαι, να χάνεσαι για λίγο πετώντας τα βαρίδια και να ξεχνιέσαι.
Γυρίζεις πλευρό και ξεσηκώνεις χορό και μουσική. Είναι δικές σου οι νότες, μπορεί και να τις επινόησες σ’ ένα φανταστικό πεντάγραμμο.
Ενώ εσύ κοιμάσαι, εγώ προσεύχομαι να ονειρεύεσαι εσένα, όχι εμάς. Εσένα, σε όλα τα ταξίδια που δε τολμάς να κάνεις. Να τα γευτείς λιγάκι έτσι αλλότρια, να μην τα φοβηθείς μετά.
Αφήνω το βιβλίο, Συμπληγάδες και εμποδίζει την ανάσα σου να πλεχτεί με τη δική μου.
Θα ήθελα να σε ξυπνήσω, έτσι, για να σου πώ ότι θα ‘μαι εδώ. Κανείς όμως δε μπορεί να σου κλέψει το χαμόγελο της νύχτας, δεν έχει το δικαίωμα. Ούτε εγώ.
Όχι, ποιος είπε ότι ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος; Ποιος τόλμησε να κλέψει τη ζωή που αφήνεται σε ότι την ορίζει;
Πέρασε μία ώρα. Και άλλη μία. ‘Η έτσι νόμιζα. Ή απλά έτσι λένε αυτοί οι δείχτες, που πανάθεμά τους, γιατί δεν γυρίζουν λίγο πίσω;
Έτσι όπως εσύ γυρίζεις πλευρό.
Και αυτά τα πανάθλια λαμπατέρ, στις άκρες των κρεβατιών, στα πατώματα, ποιος τα κατασκεύασε; Μας εκδικούνται αγάπη μου, γιατί είναι αυτοί που μας φοβούνται. Το λευκό, το δικό σου λευκό.
Στο σκοτάδι σε αφουγκράζομαι καλύτερα. Γίνομαι ιχνηλάτισσα, μεταφυσικά σε αποκρυπτογραφώ.
Στο σκοτάδι έχεις κάτι από τα λιμάνια που καλωσορίζουν φωνές και αρώματα, στοιβαγμένα σε πλοία, αλλά ταλατεύονται στη σιωπή τους παρέα με τα φεγγάρια και τους κάβους.
Έχεις κάτι από τα παιδιά, που δεν πονήρεψαν ακόμα. Από αυτά που πέφτουν στα λασπόνερα και φωνάζουν «κι άλλο κι άλλο!».
Δεν έχεις πόδια, χέρια, πρόσωπο. Γίνεσαι υδατογράφημα που λαμπυρίζει δίπλα στους κάβους.
Γίνεσαι όλο το δωμάτιο, όλο το σπίτι, είσαι η αρχιτεκτονική του.
Ενώ εσύ κοιμόσουν, έκανα μια υπόσχεση.
Σε κάθε ξύπνημά μας, να σε κοιτώ χωρίς πολλά πολλά, μόνο με αυτό το λαμπύρισμα που μου χάρισες έτσι απλόχερα, χωρίς να στο ζητήσω.