Λίγο ως πολύ, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε νιώσει σχιζοφρενικά ερωτευμένοι.
Λίγο ως πολύ, κραυγάσαμε από απελπισία, για αυτό το αναθεματισμένο αδιέξοδο, στο οποίο φανταστήκαμε τελικά ότι βυθιστήκαμε χωρίς ελπίδα.
Χιουμορίστες όλοι μας εύκολα πετάμε και ένα «την σχιζοφρένεια την έχει στο τσεπάκι», χωρίς καλά καλά να συνειδητοποιήσουμε ότι ναι, αυτοί που πραγματικά ζουν με αυτήν την ασθένεια, είναι ταξιδιώτες απ’ αλλού.
Είναι μικρά παιδιά που το χαμόγελο και το δάκρυ τους είναι τόσο δυσδιάκριτο, γιατί πια έχει ενωθεί και μετασχηματιστεί σε μία απροσδιόριστη μάζα μετεωρίτη, που το ωστικό του κύμα είναι ικανό να περικυκλώσει τη γη πέντε φορές.
Ναι, είναι τόσο εύκολο, να καιγόμαστε σε πύρινες λαίλαπες ερωτευμένοι σχιζοφρενείς εμείς και όλοι άλλοι γύρω μας.
Να αυτομαστιγωνόμαστε και να βασανίζουμε χωρίς έλεος, ότι δεν κάθισε ελαφρύ στο στομάχι μας, γιατί μεταλλασσόμαστε σε εξουσιαστές της ερωτοσφαγής, σωστά;
Γιατί ενίοτε έχουμε το αλάθητο του Πάπα και το έτερον ήμισυ και ο περίγυρός του είναι όλοι τρελοί για δέσιμο και εμείς η φωνή της λογικής, φτου καταραμένε εγωϊσμέ, διαβολικός ο ψίθυρός σου, άλικη η φορεσιά σου.
Και άλλοτε, από την άνοδο της πίεσης, τους κόμπους στο λαιμό, τα χιλιάδες τηλέφωνα, μηνύματα, τις ατέλειωτες βόλτες στη βροχή με τέσσερα πακέτα τσιγάρα και πέντε μπουκάλια αλκοόλ, θεωρούμε ότι αγγίζουμε την παράνοια.
Όχι ερωτευμένοι σχιζοφρενείς μου. Η σχιζοφρένεια, δεν είναι ανακατεμένη σε καπνούς και ναρκωτικές ουσίες. Ούτε κραυγές, ούτε φωτοβολίδες έκτακτης ανάγκης.
Είναι αυτή που τρέμεις τόσο να δεις, μην τυχόν και οι πατημασιές σου ήδη βρίσκουν φωλιά στους ιστούς της.
Η παρακάτω ιστορία θα είναι με λόγια. Αλλά η σιωπή της, χαρακώνει τόσο το μυαλό, που πριν κλείσεις τα μάτια για να κοιμηθείς, θα προσεύχεσαι να ξυπνήσεις με τα ίδια ρούχα, στο ίδιο κρεβάτι. με το ίδιο προσκεφάλι.
Η Ελένη ήταν τραγουδιάρα, έτσι την έλεγε ο πατέρας της. Δούλευε σε ρεμπετάδικο και μάλλον θεωρούσε ότι ήταν από αυτές τις «σκυλούδες».
Ο σύντροφός της, Πέτρος γνήσιος ροκάς και μαγικός μπασίστας, την λάτρευε τόσο που πάντα έλεγε ότι «θα μπορούσα να πετάξω από την πιο ψηλή κορυφή του κόσμου και να μαζέψω όλο τον ουρανό για χάρη της».
Δεν την ξέχασα ποτέ αυτή του τη φράση, ακόμα και τώρα που δεν ξέρω αν θα τους ξαναδώ ποτέ.
Η σχέση τους αριθμούσε περίπου στα τέσσερα χρόνια. Τέσσερα χρόνια, μουσικής τρέλας, αστερένιου έρωτα και αγάπης που τελικά ήταν ψηλότερη από κάθε κορυφή της γης.
Κάθε Τρίτη και Πέμπτη, η Έλενα επέστρεφε σπίτι μετά τις 4 τα ξημερώματα. Ο Πέτρος ξυπνούσε πάντα με το φιλί στο μέτωπο ή αυτό το απαλό άγγιγμα στο λαιμό του.
Μερικές φορές ο Πέτρος την περίμενε γρατζουνώντας το μπάσο του και σιγοτραγουδώντας, ανάμεσα στα χρυσαφένια μακριά μαλλιά του.
Δε μιλούσαν συνήθως, λίγα φιλιά, πολλές αγκαλιές και παραδινόντουσαν στον ύπνο, Ορφέας και Ευρυδίκη, αυτός ήταν ο μύθος τους.
Μία Τρίτη ήταν αυτή που δεν τους βρήκε ποτέ ξανά με τα δάχτυλα πλεγμένα στο σεντόνι.
Η Έλενα πηγαίνοντας στο μαγαζί είχε ένα μικρό ατύχημα με το μηχανάκι, ευτυχώς δεν χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, αφού την βοήθησε, την πήγε τελικά σπίτι.
Ο Πέτρος δεν απάντησε σε καμία κλήση της.
Ο Πέτρος ήταν σπίτι, δεν ήταν με τους φίλους του, δεν γρατζουνούσε το μπάσο του.
Ο Πέτρος δεν φορούσε ρούχα όταν άνοιξε η πόρτα.
Στεκόταν γυμνός μπροστά από την μπαλκονόπορτα με το βλέμμα καρφωμένο στο καθρέφτη – έναν ολόσωμο ρετρό – με τα μαλλιά μαζεμένα κότσο και το πρόσωπό σου άχαρα βαμμένο, σαν μακιγιάζ που άρχισε να λιώνει από την βροχή.
Μονολογούσε.
Αυτός και η μητέρα του.
Αυτός και η Έλενα.
Αυτός και ο Πέτρος.
Ο Πέτρος και ο εκείνος, ο άλλος Πέτρος.
Η Έλενα έμεινε να τον κοιτάει με την αναπνοή της να χάνεται σιγά σιγά για δέκα περίπου λεπτά.
Δεν τον πλησίασε.
Θαρρώ πως ακόμα προσπαθεί να ξεχάσει όσα άκουσε.
Ή ίσως να μην ξεχάσει ποτέ.
Του μίλησε, του φώναξε, τον πλησίασε μετά από τριάντα λεπτά αιωνιότητας, αλλά δεν κατάφερε να τον συνεφέρει.
Ο Πέτρος ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Άρχισε να κλαίει.
Αυτά τα λεπτά δεν τα μέτρησε ποτέ η Ελένη.
Χάθηκαν κάπου στη λήθη, κοιμήθηκαν και αυτά και θάφτηκαν στην άμμο της λησμονιάς.
Πήρε τηλέφωνο τον κολλητό τους.
Έτρεξε, έφτασε και ο Πέτρος ακόμα εκεί, γυμνός στο κρεβάτι. Σιωπηλός πια.
Όταν συνήλθε, ντύθηκε, έπλυνε το πρόσωπό του και ξαφνιάστηκε που είδε τον Γρηγόρη και την Ελένη στο σπίτι.
– Τι έγινε μωρό μου, όλα καλά, γιατί δεν είσαι στο μαγαζί;
Δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε λέξη, ούτε δάκρυ.
Δεν ξαναήρθε ποτέ άλλη Τρίτη. Ούτε Πέμπτη.
Η Ελένη πέρασε δύο χρόνια σε ψυχολόγους για να μπορέσει απλά να κοιμηθεί χωρίς εφιάλτες.
Αυτά τα δύο χρόνια προσπάθησε να μην ρωτάει πια τον εαυτό της «πόσες φορές θα μπορούσα να τον είχα βρεί έτσι, πόσες;»
Ενοχή, αυτός ήταν ο εχθρός της.
Ο Πέτρος έπασχε από σχιζοφρένεια.
Η συμπτωματολογία της διαταραχής τους δεν ήταν εμφανής.
Κανείς σχιζοφρενής δεν γνωρίζει ότι πάσχει από την ασθένεια.
Μετά από ένα μήνα, μάθανε ότι η γιαγιά του είχε αυτοκτονήσει σε ένα χωράφι με κάποιο φάρμακο που βάζαν στα αμπέλια.
Μετά από τρεις μήνες, μάθανε ότι η θεία του είχε κάνει το ίδιο, δεν θυμάμαι πως. Δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει να ανοίγουμε τις πόρτες στα κλειστά και σκοτεινά δωμάτια αυτών των ανθρώπων και να μην παραδινόμαστε στο φόβο και το «γυάλινο κόσμο».
Και λίγο ως πολύ, να μάθουμε να μη πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό.
Να μάθουμε να εκτιμούμε την πραγματικότητα όπως την χτίζουμε ή όπως πολλές φορές μας δίνεται, γιατί η δράση μας σε αυτή, είναι και η αντίδρασή μας.
Η Ελένη και ο Πέτρος δεν είναι μόνοι τους.
Ο Ορφέας και η Ευρυδίκη θα είναι για πάντα μαζί.
«Nobody wants to think about it
Nobody wants to talk about it
Well I found out if we opened it up,
We could work this out».