Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι..
Κρυφτό.
Το mainstream παιχνίδι που σ’έχει ποτίσει τόσο ώστε διαγράφεται πλέον σε αόρατο τατουάζ εγκεφάλου.
Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό μεταφέρεται σε διάφορες πρακτικές.
Πάντα με βασάνιζε το ερώτημα: ποιος τρομάζει περισσότερο, ο ψαχουλευτής ή η λεία του;
Επειδή τα βασανιστήρια τέτοιου είδους είναι ανώφελα εν τέλει, αποφάσισα να κρατήσω το χαχανητά που αποσβένουν την οδυνηρή προσπάθεια και των δύο και μετατρέπουν το αίμα, δάκρυα και ιδρώτας σε χορευτικούς στροβιλισμούς διαδραστικής ταλάντευσης.
Γιατί αυτό θα θυμάσαι μετά απο χρόνια, μαζί με τις κρυψώνες που κατάφεραν να σε σώσουν αν και καταβάθος ήθελες να βρεθείς.
Λίγο το ένα διστακτικό βηματάκι, λίγο ο «με συχγωρείτε, ήταν τυχαίος» θόρυβος, έκανε την επιθυμία σου πραγματικότητα και ας το έπαιζες πολύ σκληρός για να πεθάνει.
Σε εντόπισαν.
Εικοσιπέντε, τριάντα, τριανταπέντε, σαράντα..
Πιστεύω πως το κρυφτό είναι η πρώτη μας ερωτική εμπειρία, αυτής που συντίθεται και αποσυντίθεται απο τα βασικά συστατικά του: φαντασία, αναζήτηση, σιωπή, ανάσες, τρεχαλητά και το «μπου» της χαράς!
Τ’αγαπώ αυτά τα ‘«μπου»’.
Είναι τα «μπου του έρωτα»’.
Με ένα «μπου», σε χτυπάει κατακούτελα και άντε να ξεκολλήσεις.
Ένα τέτοιο είναι και του έρωτα πιγκουϊνάκια μου.
Αυτά τα σοφόκλεια συμπλέγματα καλά κρατούν και αντί να αριστοφανέψουμε και λίγο, με το παραμικρό το ρίχνουμε στα διερρηγμένα ιμάτια και στα τιγκαρισμένα με στόμφο δραματικά αποφθέγματα.
Και όχι τίποτα άλλο, θεωρούμε ότι κερδίζουμε το βραβείο του Καλού Στρατιώτη Σβέικ.
Δεν ξέρω αν μας ψεκάζουνε ή αν αυτοψεκαζόμαστε τελικά.
Αλλά αρνούμαι πεισματικά, ότι είναι στην ανθρώπινη φύση να εναντιώνεται στη χαρά.
Όχι, δεν τον δέχομαι κύριε Γιούνγκ.
Δεν μάθαμε απλά να τη διαχειριζόμαστε.
Αυτή είναι ο αριθμητής στον έρωτα, σε αυτή χρωστάμε την ύπαρξη του κάθε «μπου».
Σαρανταπέντε, πενήντα, πενηνταπέντε, εξήντα..
Μιλάς για μια παρελθοντική σχέση.
Το ενενήντα τοις εκατό θ’αναφέρει αρχικά όλες τις τραγικές ειρωνείες και τις πτώσεις των ηρώων και μετά θα σου πετάξει και ένα «ε, είχαμε βέβαια και καλές στιγμές», τις οποίες θα σου πει μόνο αν ρωτήσεις.
Περιμένω ακόμα να γεμίσουν τα δάχτυλα του ενός χεριού μου, με όσους θα ξεκινήσουν την αφήγηση,ανάποδα. Με τις «καλές στιγμές».
Για το μπλουζάκι που φορέθηκε ανάποδα αλλά ούτε καν το πρόσεξες.
Για το ταξίδι της τελευταίας στιγμής αφού έκανες call sick στη δουλειά, χωρίς να σε νοιάζει αν θα υπάρξουν κυρώσεις.
Για τις φωτογραφίες που δεν βγάζουν νόημα παρά μόνο για σένα και για κείνη.
Για το μουστάκι που έφτιαξες με αφρόγαλα από τον πρωινό καφέ και την έκανε να γελάει.
Για το καστράκι που έφτιαξες στην άμμο και τα φύκια που έγιναν πλέον ολόσωμο μαγιό.
Για τα δεκάδες σοκολατένια αυγά Kinder έκπληξη που αγόρασες.
Για το αεροπλάνο που πήρες και ας έμεινες ρέστος απλά για να δώσεις ένα φιλι.
Για το μαλλί της γριάς που απ’την τόση ζάχαρη έχει κολλήσει σε μύτη, αυτιά και βλεφαρίδα.
Για την εκατοστή φορά που την σκεπάζεις το βράδυ μην κρυώσει και ας βράζει έξω ο τόπος.
Για την αυγή που ήρθε και εσύ την πέρασες για ηλιοβασίλεμα, επειδή ήθελες να μετρήσεις πόσες στάσεις αλλάζει όταν κοιμάται.
Για την παρτίδα στο τάβλι που προσπαθείς απεγνωσμένα να χάσεις, για να κερδίσει εκείνη.
Για το κρυφτό που έπαιξες μαζί της, μόνο και μόνο για να βρει ο ένας τον άλλον.
Εξηνταπέντε, εβδομήντα, εβδομηνταπέντε, ογδόντα..
Πριν φτάσεις τα εκατό έχετε βρεθεί.
Χασκογελάτε τόσο, που έχετε κερδίσει τον επόμενο χρόνο μιας σχέσης χωρίς πτώσεις και από μηχανής θεούς.
Κράτησε αυτό, έτσι για αλλαγή.
Μην το εκλογικεύσεις και μην το εγκαταλείψεις.
Άστο λίγο στη δυναμική του παλμού του.
Μπου, που, ου, ου….