Πόσες φορές έχουμε ακούσει αλήθεια πως τα ετερώνυμα έλκονται; Πως κανείς δεν μπόρεσε να περπατήσει με δύο ίδια παπούτσια και πως «αχ αυτοί οι μαγνήτες, ζημιά που μας έκαναν»; Εφόσον όμως τα ετερώνυμα έλκονται πώς, πορεύονται στη συνέχεια ομαλά και συνυπάρχουν σαν ένα, αφού στην τελική όπως βροντοφωνάζουμε είναι δύο και τόσο διαφορετικά; Να ένα θέμα που πολλοί από εμάς δεν έχουμε ξεκαθαρίσει στο γενικό τοπίο των σχέσεών μας, είτε αυτές είναι φιλικές είτε ερωτικές. Επιτρέψτε μου λοιπόν εδώ μια μικρή προσωπική παρένθεση. Μπορεί τα ετερώνυμα να έλκονται, αλλά εντέλει, τις περισσότερες φορές τα ομώνυμα είναι αυτά που διατηρούνται στη φθορά του καιρού και των καταστάσεων. Γιατί όσο και να θέλεις κάποιον, όσο δυνατά και αν παλεύεις να κρατηθεί αυτό που θες να υπάρξει μεταξύ σας, όταν ο ένας λέει άσπρο και ο άλλος πεισμωμένα μιλά για μαύρο, τότε σίγουρα αν δεν κάνει κάποιος ένα βήμα πίσω, δεν είναι δυνατόν να εμφανισθεί ως δια μαγείας το γκρι!
Στην αρχή του έρωτα ή του ενθουσιασμού, τα ετερώνυμα είναι επίφοβα! Σε κάνουν να βαφτίζεις τα red flags «διαφορές» και να τις αγνοείς με χάρη, ή ακόμα χειρότερα να τις εκθειάζεις. Κι αυτό γιατί ο έρωτας λειτουργεί σαν ένα μπέρδεμα βότκας με τζιν, σε μεθάει, σε κάνει να χάνεις το μυαλό σου κι όλα μέσα στο μικρό σου συννεφάκι να τα βλέπεις για αρμονικά και ιδανικά. Να βλέπεις γκρεμό και να ενθουσιάζεσαι για την αδρεναλίνη της πτώσης.
Τι γίνεται όμως καθώς ο χρόνος περνάει και ξεκινάς να κατανοείς πως πτώση σημαίνει και χτύπημα; Πώς με τον άνθρωπο που επέλεξες να πορευτείς ανήκετε σε δύο διαφορετικούς κόσμους, ή ακόμα χειρότερα, σε διαφορετικό σύμπαν; Τι σε κάνει να συνεχίζεις να πιστεύεις πως θα πάει παρακάτω και ότι το συννεφάκι που έχεις στο μυαλό σου θα συνεχίζει να τροφοδοτείται; Εδώ είναι που φαίνεται για πρώτη φορά το χάσμα.
Πώς λειτουργούν τα ετερώνυμα σε μία σχεδόν σχέση; Μάθε με ένα κλικ εδώ!
Έρχεται αυτή η στιγμή που κάθεσαι και αναλογίζεσαι πόσα έτη φωτός απέχεις από το σκεπτικό και το άτομο απέναντί σου. Κι εδώ είναι που η θεωρία για τα ομώνυμα έρχεται στην επιφάνεια. Είναι όμορφο να έχεις κοινό παρονομαστή και κοινά ενδιαφέροντα με τον άλλο, σε ψάχνεις ξαφνικά να τα αναζητάς, να σου λείπουν. Κι αυτό φυσικά δεν ακυρώνει το γεγονός πως εξίσου γοητευτικό είναι να μαθαίνεις νέα πράγματα για αυτόν που έχεις πλάι σου κι αυτός αντίστοιχα από εσένα, σκέψου όμως, πόσες φορές δεν ακούσαμε για «την ομορφιά του να μπορείτε να συνεννοείστε με τον άλλον με μία μόνο ματιά»; Αναρωτήσου, πώς να γίνει αυτό αν οι ματιές σας δεν έχουν μάθει καν να κοιτάνε στην ίδια κατεύθυνση;
Είναι ωραίο να μη χρειάζεται να εξηγείς αυτά που εσύ βαφτίζεις αυτονόητα, γιατί ήδη ο άλλος τα γνωρίζει μέσα από τη δική του πείρα. Κρύβει κάτι από τη μαγεία του έρωτα το να βρίσκεις κάποιον που έχετε κοινές ιδέες, κοινά πιστεύω και βρίσκεστε έτσι να πορεύεστε μαζί σε ένα ατελείωτο χείμαρρο αισθήσεων συναισθημάτων και καταστάσεων. Φυσικά και το να μην είστε εντελώς ίδιοι είναι μέρος του σχεδίου, που λέγεται «μοναδικότητα». Απέχει όμως το «έχουμε διαφορετικά στοιχεία» από το «έχουμε διαφορετικά στοιχεία, τρόπο σκέψης, απόψεις, γούστα κι όνειρα».
Ψάχνοντας το ιδανικό ολόκληρο, σύντομα καταλαβαίνουμε πως όπως έλεγαν κάποτε και οι γιαγιάδες μας «όταν βρεις τον εαυτό σου σε ένα άλλον άνθρωπο εκεί είναι που αποκτάνε όλα νόημα». Καλές και οι διαφορές, καλή και η ένταση που προκύπτει μέσα από αυτές, αλατοπίπερο, καρύκευμα κι όλα τα σχετικά, αλλά δοκίμασε να φας μια κουταλιά καρυκεύματα σκέτα και θα συνειδητοποιήσεις πως κάπου σε χαλάνε. Έρχονται οι στιγμές που ξυπνάς από τον λήθαργό σου και συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχει κοινή πορεία. Κι εκεί είναι που κάνεις τη μεγάλη σου ανασκόπηση. Εκεί καταλαβαίνεις πως ναι μεν τα αντίθετα από τη φύση τους τραβάνε το ένα το άλλο, αλλά αυτό μπορεί να αποβεί μια μοιραία σύγκρουση και δεν καταλήγει πάντα στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Όταν γνωρίσεις τον άνθρωπο που μέσα του θα αναγνωρίσεις τη δική σου αύρα, ξαφνικά το παραμύθι σου θα αποκτήσει νόημα! Ένα νόημα αλλιώτικο. Όλα γίνονται πιο εύκολα, πιο αβίαστα κι ότι βγαίνει αβίαστο κρύβει μέσα του τη μεγαλύτερη περιπέτεια και τη σπιρτάδα! Αφού λοιπόν ψάχνουμε απόψε το ταιριαστό και το απόλυτο, γιατί να σπαταλάμε χρόνο στα αδιάφορα που από μόνοι μας παραδεχόμαστε πως είναι αταίριαστα κι όμως επιμένουμε να βαφτίζουμε με κάθε τρόπο ταιριαστά; Ο καθένας από εμάς πιθανότατα έχει υπάρξει έστω μία φορά στη ζωή του με κάποιο άτομο με το οποίο ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι, ελπίζοντας πως στο τέλος θα βρουν κοινή πορείας πλεύσης. Κι ελάχιστοι τα κατάφεραν. Μήπως λοιπόν ο νόμος των ετερώνυμων δεν είναι τόσο συμβατός με την πραγματικότητα; Μήπως είναι απλά μία δικαιολογία που χρησιμοποιούμε για όλα αυτά που δε μας ταίριαξαν αλλά θελήσαμε όσο τίποτα ένα τράβηγμα μαζί τους;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη