Όταν βρίσκεσαι σε αναμονή είναι λες κι ο χρόνος σταματά. Είναι σαν να μη συμβαίνει τίποτα γύρω σου, ή τουλάχιστον τίποτα σημαντικό που να του δίνεις σημασία. Χωρίς να το ξέρεις αφήνεις ανθρώπους να σε προσπεράσουν, που ίσως από άλλες συνθήκες να έβρισκαν λίγο χώρο στη ζωή σου, αφήνεις στιγμές που ίσως εξελίσσονταν σε σημαντικές να χάνονται και ό,τι πριν αισθανόσουν έντονα, πλέον δε σου προκαλεί καμία συγκίνηση.
Είναι σαν να χτυπάς επίμονα το τηλέφωνο σε κάποιον σημαντικό κι αυτός να σε βάζει συνέχεια σε αναμονή, επειδή μιλάει με κάποιον άλλον και παρ’ όλο που εσύ πνίγεσαι να του μιλήσεις αυτός δεν μπορεί να το ξέρει γιατί σ’ αυτόν ο ήχος της κλήσης χτυπάει πάντα το ίδιο. Ίσως και στις πολλές φορές που του χτυπάς να έχει καταλάβει ότι τον χρειάζεσαι, όμως και πάλι να επιλέγει να μιλά με το άλλο άτομο, παρά να το κλείσει για να απαντήσει στο κάλεσμά σου.
Από τη στιγμή που περιμένεις κάποιον, σημαίνει ότι στη ζωή αυτού δεν είσαι προτεραιότητα. Αυτό είναι δεδομένο παρ’ όλο που οι λόγοι μπορεί να είναι ουσιαστικοί ή ασήμαντοι. Είσαι πάντα σε αναμονή, γιατί αυτό το άτομο επιλέγει να κάνει κάτι άλλο, με κάποιους άλλους, από το να βρίσκεται μαζί σου ή αναγκαστικά σε βάζει σε μια άκρη της καθημερινότητάς του γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Το θέμα είναι αν εσύ επιλέγεις να περιμένεις. Κι αν επιλέξεις να τον περιμένεις για πόσο θα κρατηθείς χωρίς να λυγίσεις;
Εγώ επέλεξα να σε περιμένω. Επιλέγω να σε περιμένω κάθε λεπτό, κάθε ώρα και κάθε μέρα της ζωής μου. Και αυτόματα η επιλογή μου αυτή βάζει σε sleeping mode όλες τις άλλες λειτουργίες μου. Μοιάζω λίγο πολύ με ένα ζόμπι που περιπλανιέται άσκοπα σε μία έρημη πόλη και κάνει τα βασικά για να ζει. Τρώει, κοιμάται, ξυπνά, πλένεται δουλεύει. Και κάνει τα πάντα μηχανικά μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή που θα σε συναντήσει. Που θα σε συναντήσω.
Και ακόμη δεν έχω καταλήξει στο αν όλος αυτός ο χρόνος που σε περιμένω είναι χαμένος χρόνος τελικά. Εσύ σίγουρα δε θα ήθελες αυτό για μένα. Θα ήθελες να περνάω καλά, να είμαι ευτυχισμένη, πάντα περιμένοντάς σε. Όμως περνάω αρκετές ώρες βυθισμένη μέσα σε γιατί, πώς και πότε. Γιατί δεν είσαι ποτέ εδώ, πώς θα σε φέρω πιο κοντά μου, πότε θα σε δω; Ερωτήματα αυτά κι άλλα της αναμονής.
Όταν τελικά μετά από μέρες ή και μήνες σε δω μπροστά μου όλα αυτά τα ερωτήματα σβήνουν, όλα τα παράπονα και όλα τα νεύρα χάνονται. Όλες οι υποσχέσεις που έδινα στον εαυτό μου ότι δε θα σε περιμένω πια, καταρρέουν εύκολα μπροστά στα μάτια σαν αμμόλοφοι από τον αέρα. Γιατί τελικά βλέποντάς σε στα μάτια, ξέρω ότι όλη αυτή αναμονή άξιζε γι’ αυτήν τη στιγμή. Δεν πήγε καθόλου χαμένος ο χρόνος μου, αφού είσαι μπροστά μου. Και τι άλλο αξίζει περισσότερο ή είναι πιο αληθινό από σένα και μένα;
Μια μέρα θα το δεις κι εσύ αυτό όπως το βλέπω κι εγώ και πλέον ξέρω ότι όποτε και να έρθει αυτή η στιγμή θα είμαι πάλι εκεί για να σε περιμένω και να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου για μια τελευταία φορά και παντοτινή.
Επιμέλεια Κειμένου Πράξιας Αρέστη: Ιωάννα Κακούρη