Είναι κάτι νύχτες που η απουσία σου εισβάλλει στο σπίτι, το πλημμυρίζει και νιώθω να πνίγομαι. Είναι κάτι νύχτες σαν κι αυτήν που θέλω τόσο πολύ να σε δω, που τίποτε άλλο στη ζωή μου δεν έχει σημασία. Πηγαινοέρχομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο, κάνω γρήγορο ζάπινγκ στην τηλεόραση και νευρικά την κλείνω.
Βάζω λίγο κρασί, ανάβω τσιγάρο, παίρνω το κινητό για να ελέγξω αν είσαι online. Ανάθεμά τα αυτά τα κοινωνικά δίκτυα, δε μας αφήνουν να ηρεμήσουμε λεπτό. Μας έχουν συνεχώς στην καχυποψία και την τσίτα. Πού να είναι τώρα, τι να κάνει, με ποιον μιλάει, γιατί είναι online, γιατί δεν είναι online, γιατί έκανε like σ’ αυτήν, γιατί έγραψε αυτό, γιατί πόσταρε το ένα και γιατί το άλλο. Έχουν καταντήσει τον κόσμο παρανοϊκό. Ρίχνω το κινητό πίσω στον καναπέ. Δε θα πέσω στην παγίδα της ίδια παράνοιας. Δε με νοιάζει με ποιους είσαι, τι κάνεις και πού. Με νοιάζει που δεν είσαι εδώ, που ούτε σήμερα ζήτησες να με δεις ή έστω να μ’ ακούσεις, με νοιάζει που δεν είμαι προτεραιότητα στη ζωή σου.
Θέλω να σου πω πώς νιώθω. Να σου πω ότι απόψε θέλω να σε δω, έστω και για λίγο, όσο κρατάει ένα φιλί. Να κλέψω λίγη μυρωδιά απ’ το λαιμό σου, ν’ αγγίξω το πρόσωπό σου, να γευτώ τα χείλη σου, να κοιτάξω μέσα στα μάτια σου και να χαθώ.
Όλα αυτά θέλω να στα πω κι άλλα πολλά, όμως, θ’ ακουστώ γραφική και μελό. Μια μέρα θα βρω τις σωστές λέξεις και θα είναι απλές. Κι αν δεν απαντήσεις; Δε θα είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά. Ρίχνω απλά τις πιθανότητες όλες στο τραπέζι και παίρνω το ρίσκο, βάζοντας την περηφάνια μου στα σκουπίδια. Αν, όμως, έλθεις; Δεν μπορώ να ρισκάρω να χάσω μια ακόμη στιγμή μαζί σου. Είναι τόσο λίγες και τόσο πολύτιμες.
Απόψε θέλω να ριχθώ στην αγκαλιά σου, για να σου πω πόσο σκληρός είναι ο κόσμος μακριά σου. Πόσο δύσκολα είναι όλα χωρίς εσένα, πόσο άοσμες γίνονται οι νύχτες μακριά σου. Πόση ανάγκη σ’ έχει το σώμα μου και πόσο θολό είναι το μυαλό μου. Δε βρίσκουν πουθενά την ευτυχία και την ικανοποίηση, δε βρίσκω πουθενά το νόημα να προχωρήσω.
Ξαπλώνω με το κινητό στο χέρι. Είναι περασμένες 12 και δε βρήκα το θάρρος να σου στείλω ούτε μία λέξη. Σκέφτομαι ότι θα γίνω ξανά ενοχλητική και θ’ ακουστώ απελπισμένη. Μου λείπεις τόσο πολύ που όντως είμαι, όμως, αποφάσισα ότι απόψε δε χρειάζεται να το μάθεις. Τόσες και τόσες λέξεις γράφω κάθε μέρα, όμως, δε βρήκα ακόμη αυτές που θα σ’ αγγίξουν.
Αφήνω το κινητό στο κομοδίνο και κουλουριάζομαι κάτω απ’ τα σεντόνια. Έρχονται στο μυαλό μου κοινές μας αναμνήσεις και λόγια που μου είπες και δεν εκπλήρωσες ποτέ. Τις σκέψεις μου διακόπτει ένα διπλό «μπιπ» του κινητού. Με αδιαφορία κι αργές κινήσεις απλώνω το χέρι για να δω ποιος είναι. Βλέπω το όνομά σου στην οθόνη ή έχω παραισθήσεις;
Σηκώνομαι απότομα απ’ το κρεβάτι κι ανοίγω αναμαλλιασμένη και με θολά μάτια το μήνυμα:
«Τι κάνεις; Θέλω να σε δω».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη