Μια απ’ τις πιο όμορφες λέξεις της ελληνικές γλώσσας είναι η λέξη «αθωότητα». Είναι μία λέξη που πλέον δεν ακούμε ούτε συναντάμε συχνά, όμως σε σπάνιες περιπτώσεις που τη βρούμε σε ανθρώπους, υποκλινόμαστε μπροστά της. Η σπανιότητά της είναι που την κάνει τόσο σεβαστή κι αξιοθαύμαστη, όμως απ’ την άλλη πολλοί επιτήδειοι την εκμεταλλεύονται για να πετύχουν προσωπικούς τους σκοπούς. Γι’ αυτό και αυτοί που την έχουν, κάποια στιγμή τη μισούν κι απαλλάσσονται απ’ την πάρτη της, κάνοντας τόπο στην κακία και την πονηριά.
Ναι, τα αντίθετα της αθωότητας στο λεξικό, είναι η πονηριά κι η κακία και δυστυχώς σε αυτή τη μάχη των λέξεων τα τελευταία νικούν με διαφορά. Γιατί πολλές φορές δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σκεφτείς, εκτός απ’ τον πονηρό, για να επιβιώσεις και να γλυτώσεις τον εαυτό σου από μεγάλες ταλαιπωρίες και πόνο. Ακόμη και να θέλεις να κρατήσεις την αθωότητά σου μεγαλώνοντας, θα πρέπει να το κάνεις επιλεκτικά, με μετρημένους στο ένα χέρι ανθρώπους και σε λίγες περιστάσεις όπου μπορείς να χαλαρώσεις και να είσαι απλά ο εαυτός σου.
Αν ψάξουμε στο λεξικό για την ακριβή σημασία της «αθωότητας» (πέραν της νομικής της έννοιας, που σημαίνει «ο μη ένοχος») μπορεί να υπονοεί λιγότερη εμπειρία είτε σε σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο, είτε βάσει απόλυτης σύγκρισης με κλίμακα. Σε αντίθεση με την άγνοια, θεωρείται γενικά θετικός όρος, υποδηλώνοντας μια αισιόδοξη άποψη του κόσμου κι ειδικότερα μια που προέρχεται απ’ την απουσία αδικίας, ενώ η γενικότερη γνώση προέρχεται κάποιες φορές κι από πράξεις αδικίας ή κακίας.
Τα άτομα που δεν έχουν την πνευματική δυνατότητα να καταλάβουν τη φύση των πράξεών τους, μπορεί γενικά να θεωρηθούν αθώα, ασχέτως της συμπεριφοράς τους. Από αυτή την έννοια προέρχεται η χρήση της αθωότητας σαν ουσιαστικό για να αναφερθεί σε παιδί που είναι κάτω απ’ την ηλικία της λογικής ή σε άτομο οποιασδήποτε ηλικίας που έχει σοβαρή νοητική υστέρηση.
Μεγαλώνοντας, χάνουμε, θέλοντας και μη, την αθωότητά μας γιατί τα χτυπήματα της ζωής έρχονται το ένα μετά το άλλο και την αθωότητα τη λέμε «αφέλεια», που μας βάζει σε άσχημους μπελάδες. Ρίχνουμε επάνω της όλα μας τα λάθη και πάθη. Όταν μια ασφαλιστική εταιρεία μας κλέψει, όταν ένας φίλος μας προδώσει, όταν ο σύντροφός μας, μας απατήσει ή μας εγκαταλείψει. Όμως, για τίποτα δε φταίει η αθωότητά μας.
Τι φταίει αυτή αν τεμπέλιασες να διαβάσεις τους όρους ενός συμβολαίου, αν δεν έψαξες καλά ένα θέμα σου επειδή βαρέθηκες ή αν δεν είδες τα σημάδια στους προδότες φίλους και συντρόφους. Η τεμπελιά κι η αδιαφορία τα φταίνε! Η αφέλεια ή η έλλειψη προσωπικής εμπειρίας είναι η υποβιβαστική σημασία της λέξης.
Η «χαμένη αθωότητα» είναι συχνό θέμα στην τέχνη, τη μαζική κουλτούρα και τον ρεαλισμό. Συχνά θεωρείται ως αναπόσπαστο κομμάτι της ενηλικίωσης και σαν εμπειρία ή περίοδος στην ζωή ενός παιδιού όπου κάνει την εμφάνισή της η συνειδητοποίηση του κακού, του πόνου και των βασάνων στον κόσμο γύρω του.
Όσοι καταφέρνουν σε αυτό τον καθημερινό και ψυχοφθόρο πόλεμο που λέγεται «ζωή», να κρατήσουν μέσα τους έστω και λίγη απ’ την παιδική τους αθωότητα, είναι και πιο ευτυχισμένοι απ’ τους υπόλοιπους. Αυτή η αθωότητα φαίνεται στο αυθόρμητό τους χαμόγελο και στην απορία τους μπροστά στο κακό που δύσκολα κατανοούν.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι μόνο τα παιδιά και τα ζώα, κυρίως οι σκύλοι, μπορούν να λέγονται «αθώα». Γιατί σ’ αυτά η νοημοσύνη δεν έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ούτε έχουν βιώσει τις εμπειρίες που να τους γίνεται κατανοητό το κακό. Πόσο μάλλον να είναι κι εφαρμόσιμο. Γι’ αυτό τα λατρεύουμε τόσο, γι’ αυτό ενθουσιαζόμαστε μαζί τους και ζητάμε την αγάπη τους στη ζωή μας.
Γι’ αυτό και το μεγαλύτερο θαύμα της ζωής είναι ένα μωρό. Γιατί σ’ αυτό βλέπουμε καθημερινά τη χαμένη μας αθωότητα κι αν είναι η καρδιά μας ανοιχτή για να παραδειγματιστούμε, έχουμε να μάθουμε πολλά, τόσο απ’ τα παιδιά, όσο και τα ζώα, για τη ζωή κι από πού πηγάζει η ευτυχία αυτής. Από τη χαμένη μας αθωότητα…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη