Η ελληνική γλώσσα είναι απ’ τις πιο πλούσιες, αν όχι η πλουσιότερη στον κόσμο, με 100,000 λέξεις και 300,000 σημασίες (περίπου) κι όμως υπάρχουν φορές που απλά δεν μπορούμε να βρούμε τον τρόπο να τις βάλουμε σε μiα σειρά, για να εκφράσουμε τα όσα περίεργα συμβαίνουν μέσα μας.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι όταν είμαστε πραγματικά ερωτευμένοι. Βιώνουμε το ένα σαρδάμ μετά το άλλο σαν παιδιά που μαθαίνουν να μιλούν. Η γλώσσα μπερδεύεται γιατί το μυαλό είναι υπερφορτωμένο με πρωτόγνωρα και δυνατά αισθήματα που κυριαρχούν στο σώμα μας και δε μας αφήνουν να έχουμε καθαρή εικόνα για τα πράγματα γύρω μας.
Πώς μπορούμε αλήθεια να περιγράψουμε κάτι που είναι πάνω από’τις ανθρώπινες μας δυνάμεις, όπως έναν έρωτα; Κάτι τόσο ανεξήγητο όπως αυτό το αίσθημα, που κάνει την καρδιά μας να χτυπάει δυνατά, τον ιδρώτα μας να τρέχει, το στομάχι μας να δένεται κόμπο, το σώμα μας να ποθεί και τη γλώσσα να μπερδεύεται; Αυτό που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι αυτός μας προκαλεί άλλα τόσα όμορφα αισθήματα κι ασκεί μεγάλη ψυχολογική επιρροή μας, άλλοτε θετική κι άλλοτε αρνητική.
Στους πιο πολλούς από μας έχει συμβεί να πούμε τη φράση: «δεν ξέρω ακριβώς τι με έκανε να τον ερωτευτώ, είναι πολλά πράγματα μαζί και τίποτα ταυτόχρονα». Πόσο μάλλον όταν ερωτευόμαστε άτομα που ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα ερωτευτούμε, για λόγους που ποτέ δε θα υπολογίζαμε.
Ο έρωτας είναι ένα αίσθημα που γεννιέται ξαφνικά μέσα μας απ’ το πουθενά και ρέει ανεξέλεγκτα στις φλέβες μας. Γίνεται φωτιά που σιγοκαίει, μέχρι κάποια στιγμή να σβήσει. Μπορεί να αποστομώσει ακόμη και τον πιο επιδέξιο πολυλογά ή τον πιο μορφωμένο άνθρωπο στη Γη.
Τελικά, όμως, χρειάζεται να περιγράφουμε πάντα όσα νιώθουμε; Είναι ανάγκη να ψάχνουμε τις λέξεις και τους τρόπους για να βάλουμε τα αισθήματα μας σε μια τάξη; Να βάζουμε δύσκολα στον εαυτό μας και να κάνουμε τα πράγματα πολύπλοκα; Υποθέτω πως όχι. Υπάρχει ένα είδος μαγείας σε όλο αυτό που βιώνει το μυαλό και το σώμα μας. Γιατί να την εξαφανίσουμε, βάζοντας μπρος τη λογική μας; Θα ήταν καλύτερο απ’ το να το υπεραναλύουμε, απλά να το ζούμε κι ας μην έχουμε απαντήσει όλα τα «γιατί» και τα «πώς».
Αν ζητούσε κάποιος από μένα να σε περιγράψω, δε θα ήξερα αλήθεια από πού ν’ αρχίσω και πώς να τελειώσω και σκέψου έχω γράψει τόσα και τόσα. Μπορώ να μιλώ και να γράφω για σένα ώρες ατελείωτες και πάλι δε θα ξέρω πιο απ’ όλα είναι αυτό ακριβώς που με κάνει να σε θέλω και να σε επιθυμώ, με την ίδια ακριβώς ένταση που σε ήθελα την πρώτη φορά που τα στόμα σου ακούμπησε στο δικό μου.
Ποιος νοιάζεται όμως… αρκεί που μπορούμε ακόμη να λέμε «σ’ αγαπώ».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη