Ακόμη ένα βράδυ ξαπλωμένη μόνη στο κρεβάτι, κοιτάζω τον τοίχο και περιμένω τον ύπνο να καταλάβει ότι πρέπει κάποια στιγμή να περάσει κι απ’ τα μέρη μου γιατί η ώρα έχει περάσει κι η κούραση δεν παλεύεται.
Και για να κοιμηθώ απόψε κάνω κάτι πρωτότυπο. Αντί να μετράω προβατάκια όπως πάντα μου έλεγε η μητέρα μου, μετράω ένα-ένα όλα αυτά που μου λείπουν από ‘σένα. Και –να πάρει– τελικά είναι πολλά και δεν το βλέπω να ξεμπερδεύω εύκολα απόψε.
Ο έρωτάς μας δεν ήταν ποτέ έρωτας του πάθους και του βάθους, δεν είχε αυτές τις μεγαλεπήβολες στιγμές, δεν κάναμε extreme πράγματα μαζί για να τα ποστάρουμε μετά στο Facebook ούτε άγριους καβγάδες και δραματικούς χωρισμούς με δυνατές επανασυνδέσεις.
Ήμασταν τόσο απλοί κι ήρεμοι που η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές αυτό με τρόμαζε και με έκανε να ανησυχώ. «Ρε μπας και κάτι δεν πάει καλά», έλεγα στον εαυτό μου. Είχαμε μία ήσυχη και γλυκιά ρουτίνα κι ένα πρόγραμμα που μας έκανε τελικά ευτυχισμένους κι αυτό δυστυχώς το κατάλαβα μόνο με την απουσία σου.
Να, τώρα μετρώ αυτά τα τόσα καθημερινά κι μικρά πράγματα που τελικά μας έδιναν τόση ευτυχία απλά και μόνο γιατί τα μοιραζόμασταν. Οι βόλτες με το αυτοκίνητο που είχαν πάντα την ίδια διαδρομή, οι ώρες που περνούσαμε στη θάλασσα στο ίδιο πάντα σημείο, το πρωινό ξύπνημα απ’ το σκύλο μας, οι εξορμήσεις στην αγορά κι η μουρμούρα σου για την πετσέτα που εξαφανιζόταν πάντα δια μαγείας απ’ το νεροχύτη. Αυτά και πολλά άλλα που δεν τα είχα ποτέ σκεφτεί ή υπολογίσει, τώρα μου λείπουν και μου φέρνουν ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη.
Μα περισσότερο από όλα ξέρεις τι μου λείπει; Κι εγώ τώρα το κατάλαβα. Να μωρέ, μου λείπουν εκείνα τα πρωινά της Κυριακής που μέναμε μέχρι αργά στο κρεβάτι. Αν και σε αντίθεση με μένα είσαι πολύ πρωινός τύπος και πειθαρχημένος, τις Κυριακές μου έκανες το χατίρι να χουζουρέψεις λίγο παραπάνω στο κρεβάτι μέχρι να με δεις να ανοίγω τα μάτια μου. Κι εγώ άπλωνα το χέρι μου κι ένιωθα τη ζεστασιά του κορμιού σου. Σκεφτόμουν πόσο ωραία αίσθηση έχεις κ ότι το δικό μας κρεβάτι είναι το πιο αναπαυτικό στον κόσμο και γινόταν ακόμη πιο ωραίο όταν έπαιρνε το σχήμα και τη μυρωδιά σου.
Και παρ’ όλο που ξυπνούσα για να σε κρατήσω λίγη ωρίτσα ακόμη κάτω απ’ τα σκεπάσματα, σε έπαιρνα αγκαλιά, έκλεινα και πάλι τα μάτια μου με ικανοποίηση. Κι εσύ έμενες ακίνητος για να μη με ξυπνήσεις. Εκμεταλλευόμουν κάποτε αυτή σου την καλοσύνη κι υπομονή, το παραδέχομαι. Όμως κάποιες στιγμές αξίζουν να τις παρατείνεις με κάθε θεμιτό ή κι αθέμιτο μέσο, για όσο μπορείς.
Όταν δε, ξυπνούσα ξεφορτωμένη απ’ το άγχος και την κούραση της εβδομάδας, έμπαινα κάτω απ’ τα σεντόνια για να ανταλλάξουμε στιγμές ηδονής. Και μέχρι να βγω απ’ το ντους, ερχόταν στη μύτη μου αυτή η σπιτική μυρωδιά του πρωινού κι έβρισκα στο κομοδίνο μου ένα ποτήρι χυμό και δύο ζεστές φέτες ψωμί με βούτυρο και μέλι.
Τελικά, απ’ όπου και να το πιάσω το πράγμα, μαζί σου έβγαινα πάντα κερδισμένη κι ας γκρίνιαζα κάποιες φορές για τη ρουτίνα και την τόσο ήρεμη σου φύση που από φόβο μετέφρεζα σε αδιαφορία.
Μα αυτά δεν πρέπει στην τελική να σου προσφέρει μία σχέση; Ηρεμία, ιδιωτικές στιγμές χαλάρωσης και πολλές μικρές αναμνήσεις απ’ το κρεβάτι, τον πιο σημαντικό χώρο ενός ζευγαριού. Κι αυτό είναι ακριβώς όπως το άφησες. Δεν έχει πια το σχήμα του κορμιού σου ούτε τη μυρωδιά των μαλλιών σου στο μαξιλάρι, έχει όμως αυτές τις πρωινές κυριακάτικες αναμνήσεις που το κάνουν ζωντανό κι ιερό.
Κι ομολογώ ότι βγήκα και πάλι κερδισμένη απ’ την απουσία σου γιατί έκλεψα επιτέλους το μαξιλάρι σου που τόσο με βολεύει, όμως να ξέρεις ότι θα το επέστρεφα στη θέση σου με το που άκουγα τα κλειδιά σου να γυρίζουν στην πόρτα.
Και τελικά θα έδινα τα πάντα για να έχω ακόμη ένα πρωινό Κυριακής μαζί σου.
Επιμέλεια Κειμένου Πράξιας Αρέστη: Πωλίνα Πανέρη