Είναι αυτό το σπαρτάρισμα της καρδιάς όταν τα σώματα έρχονται κοντά, το τρέμουλο στα χείλη, το μπέρδεμα της γλώσσας όταν προσπαθεί το μυαλό να εκφραστεί με λέξεις, αυτά σβήνουν το κενό μέσα σου και σε ξυπνούν.

Αυτά και άλλα πολλά είναι ο έρωτας.

Το έντονο αίσθημα της απουσίας, το βάρος στο στήθος, ο πόνος του αποχαιρετισμού, το δάκρυ της γαλήνης, η χαρά του συναπαντήματος, η γλυκιά γεύση του φιλιού που σε μαγεύει, όλα αυτά δηλώνουν πώς είσαι αληθινά ζωντανός.

Γι’ ακόμη ένα βράδυ σε κοιτάζω να κοιμάσαι κάτω από τα ροζ σεντόνια που μισείς. Αγγίζω απαλά τα χείλη σου που κρέμονται στο μαξιλάρι, σε βγάζω φωτογραφίες για να στις δείξω την επόμενη μέρα και όταν κάποτε ροχαλίζεις, σε τραβάω και βίντεο.

Σε χαζεύω μόνη μου και γελάω. Ακόμη κι όταν κοιμάσαι, με κάνεις ευτυχισμένη.

Μετά από τόσα χρόνια, μπορείς ακόμη με όλα αυτά τα μικρά που κάνεις να με κάνεις να ξεχνώ τον κόσμο και το χρόνο. Και το καλύτερο; Όλα αυτά τα κάνεις με το να είσαι εσύ. Ο υπέροχος, χαζούλης εαυτός σου.

Όταν πρωτογνωριστήκαμε, θυμάσαι; Ντρεπόσουν να κρατάμε χεράκια στις εξόδους και πάντα περπατούσες πιο μπροστά από ‘μένα αμήχανα. Κοίταζες πίσω για να με δεις και πολλές φορές σκόνταφτες. Κοκκίνιζες κι εγώ προσπαθούσα να κρύψω το γέλιο μου. Ήσουν τόσο χαριτωμένος και φοβισμένος από τα αισθήματά σου, που ήθελα να σε πάρω στο σπίτι και να σε ρίξω στα αδίστακτα (όπως πίστευες) δίχτυα του έρωτά μου.

Κι αυτή η πρώτη καρτούλα που μου έδωσες για τα γενέθλιά μου. Δεν είχες γράψει τίποτα μέσα. Μου την έδωσες άδεια. Δεν ήξερες τι να γράψεις. Κι εγώ το θεώρησα πρωτότυπο και αστείο. Κι από τότε σε κάθε γιορτή μου αφήνεις μια κάρτα στο τραπέζι το πρωί. Ξέρεις ότι μου αρέσουν, γι’ αυτό διαλέγεις πάντα τις πιο εκθαμβωτικές και τις πιο παράξενες.

Κι εγώ δε θέλω πολλά για να κλάψω από χαρά. Έχω ακόμη μία δική σου κάρτα στη συλλογή μου. Ανεκτίμητο δώρο!

Και το άλλο; Που με παίρνεις βόλτα με το αυτοκίνητο στην πόλη, μου αγοράζεις παγωτό και μου λες διάφορες ιστορίες; Κάποιες από αυτές μου τις έχεις ήδη πει καμιά δεκαριά φορές, αλλά δε με νοιάζει. Δε σε διακόπτω ποτέ. Απλά σε κοιτάζω όταν μιλάς και η φωνή σου με ηρεμεί.

Α! Και όταν είμαι άρρωστη στο σπίτι. Μου ετοιμάζεις τσάι ή σούπα και είναι σαν κωμωδία να σε βλέπω στην κουζίνα να το παλεύεις και να κάνεις χαζές ερωτήσεις, ακόμη και για τα πιο απλά. Φεύγεις από τη δουλειά για να με φροντίσεις, να μου κάνεις παρέα. Κάθεσαι στο προσκεφάλι μου κι εγώ σου πιάνω το χέρι και σου χαμογελάω, ευτυχισμένη που αρρώστησα.

Άλλες φορές σ’ αναγκάζω να χορεύεις μαζί μου στο σπίτι. Κάνω στροφές κρατώντας σου το χέρι, πηδάω πάνω σου και με σηκώνεις ψηλά, πολύ ψηλά κι ο κόσμος στριφογυρίζει χαρούμενα γύρω από το χαμόγελό σου.

Μπορώ να μιλώ για ώρες για την ευτυχία που μοιράζομαι μαζί σου.

Για τα ταξίδια μας, που γινόμαστε μικροί εξερευνητές, για τις βόλτες και τα μπάνια με τον σκύλο μας, για τα δαγκώματα στο λαιμό και τα παιχνίδια μας, για τα νεύρα σου όταν μαζεύονται ρούχα μου στο κρεβάτι και για άλλα πολλά.

Μικρά και καθημερινά που ορίζουν τη σχέση μας εδώ και τόσα χρόνια. Αυτά που ξέρω πλέον ότι για πάντα θα παραμείνουν τα ίδια.

Όμως, ξέρεις τι είναι το καταπληκτικό; Ότι αυτό δε με τρομάζει καθόλου. Αντίθετα, ανυπομονώ να ξημερώσει για να ζήσω ακόμη μια μέρα μαζί σου.

Συντάκτης: Πράξια Αρέστη