Μόνη στο σπίτι, ακόμη ένα Σαββατοκύριακο, εσύ κι ο υπολογιστής. Μόνη από επιλογή ή μάλλον από καταναγκαστική επιλογή. Τα τηλέφωνα χτυπάνε. Οι συγγενείς ανησυχούν, οι φίλοι σου ζητάνε να βγείτε για ποτό. Εσύ αρνείσαι. Νιώθεις το σώμα σου βαρύ, το κεφάλι σου ακόμη πιο βαρύ, έγινες κολλητή με τη σιωπή. Κάνεις αυτά που ξέρεις, αυτά που σ’ αρέσουν. Γράφεις, καθαρίζεις, συγυρίζεις τα ρούχα σου, μιλάς λίγο στο τσατ, διαβάζεις, μαγειρεύεις. Βάζεις μέσα και λίγη μουσική, όμως χαμηλά για να μη διώξεις την ησυχία. Για τηλεόραση ούτε λόγος. Τη θεωρούσες πάντα αντιπαραγωγική και χάσιμο χρόνου. Έχει καταντήσει ένα άχρηστο διακοσμητικό στο μεγάλο σου έπιπλο. Ξεγελάς την ευτυχία, λέγοντάς της πως είσαι καλά.
Τον σκέφτεσαι. Συνεχώς τον σκέφτεσαι. Θες να του στείλεις κάτι που προσπαθείς από χθες να συντάξεις σωστά. Να τον βρίσεις; Να του πεις ευθέως τι νιώθεις και πάλι; Δεν καταλαβαίνει. Δε νοιάζεται. Δεν είναι εδώ. Ό,τι θυμάσαι σε πληγώνει. Πέρυσι τέτοια μέρα είχατε βρεθεί. Σου υποσχέθηκε ότι δε θα σ’ άφηνε, ότι όλα θα πήγαιναν καλά και σ’ αποχαιρέτησε με το πιο γλυκό φιλί. Όσα όμως ακολούθησαν δεν είχαν καμία σχέση μ’ όσα ειπώθηκαν. Γι’ ακόμη μια φορά.
Κλαις, προσπαθείς να συνέλθεις. Γιατί να σε νοιάζει τόσο η γνώμη ενός ανθρώπου; Γιατί το να νοιάζεται ένας μόνο άνθρωπος για σένα είναι τόσο σημαντικό; Είναι απλά ένας άνθρωπος μέσα σ’ εκατομμύρια άλλους. Γιατί το να ‘σαι μαζί του μεταφράζεται, λοιπόν, σ’ απερίγραπτη ευτυχία; Χτυπά και πάλι το τηλέφωνο. Η πάλη με τον εαυτό σου ευτυχώς διακόπτεται. «Απόψε θα ‘ρθεις μαζί μας στο κλαμπ, πάει και τελείωσε. Αν δεν έρθεις, θα ‘ρθουμε εμείς να σε πάρουμε σηκωτή». «Εντάξει, θα ‘ρθω», λες χωρίς να το καλοσκεφτείς.
Κλείνεις το τηλέφωνο. Σκέφτεσαι όλους τους ανθρώπους που έβαλες στη γωνία, για να κάθεσαι να σκέφτεσαι κάποιον που δε σήκωσε καν το δαχτυλάκι του να στείλει ένα μήνυμα, να δει αν είσαι καλά. Να δείξει κάποιο ενδιαφέρον, να σου πει ότι δεν είσαι μόνη, ότι είσαι ευπρόσδεκτη στην παρέα, όπως παλιά. Όμως, γιατί να το κάνει αυτό, όταν το μόνο που σκέφτεται είναι ο εαυτός του. Ίσως να σε μισεί κιόλας. Ίσως να χαίρεται που υποφέρεις, που είσαι μόνη. Ίσως και το μυαλό του να πλάθει σενάρια επιστημονικής φαντασίας, που απέχουν απ’ την πραγματικότητα, όσο η γη απ’ τον Πλούτωνα. Ίσως και πάλι να μην τον ένοιαζε ποτέ. Γιατί να τον νοιάζει τώρα, που δεν έχει και τίποτα να κερδίσει;
Το νιώθεις όταν οι άνθρωποι σε πολεμούν, όταν σε προδίδουν. Τους περνάς από δοκιμασίες κι αποτυγχάνουν. Μετά κάνεις υπομονή, προσπαθείς. Όμως δε φταις εσύ, όσο κι αν θέλουν να σου χρεώσουν τα ψυχολογικά τους. Σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου. Ήρθε η στιγμή να φύγεις. Έδωσες κάθε ευκαιρία. Έγινες χώμα. Έκλαψες, κλείστηκες στον εαυτό σου, κινδύνεψες να χάσεις τις δουλειές σου, τους φίλους σου κι όλα αυτά γιατί; Γιατί δεν μπορεί ένα άτομο στον κόσμο να σ’ αποδεχτεί, να σ’ αγαπήσει.
Φύγε λοιπόν, τρέξε. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει κάτι εδώ. Πήγαινε εκεί που σε θέλουν, που σε ζητάνε και που σ’ αγαπούν. Εκεί που νοιάζονται. Που θέλουν να σε βλέπουν να γελάς και να περνάς καλά, χωρίς να σε κρίνουν και να σε μειώνουν. Φτιάξε το μαλλί σου, φόρεσε ό,τι κλείδωσες για καιρό στην ντουλάπα κι ώρα ν’ αλλάξεις για πάντα τη ζωή σου!
Επιμέλεια Κειμένου Πράξιας Αρέστη: Ιωάννα Κακούρη