Κάποιοι άνθρωποι περνάνε από τη ζωή μας και μας χαράζουν τόσο βαθιά, που δεν μπορούμε με τίποτα να τους βγάλουμε από μέσα μας. Ο χρόνος μοιάζει ο χειρότερος εχθρός μας, οι αναμνήσεις γίνονται εφιάλτες και τα κοινωνικά δίκτυα έρχονται για να μας χτυπούν συνεχώς στις ίδιες πληγές, με αποτέλεσμα να μην τις αφήνουν να κλείσουν για πολύ καιρό.
Το να σε βγάλω απ’ τη ζωή μου δεν ήταν δική μου επιλογή. Έπρεπε να σεβαστώ μία απόφαση που δεν ήταν δική μου, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο και δεν κατάφερα τελικά να τηρήσω εκατό τοις εκατό. Το μόνο που μ’ έκανε να πεισμώνω ήταν ο θυμός που έβραζε μέσα μου κι αυτός μέρες μέρες έσβηνε, ηττημένος από τα δάκρυα που γεννούσε η επιθυμία και πάλι να σε δω.
Μου έλειπες, όμως, έπρεπε να βρω τον τρόπο να προχωρήσω χωρίς εσένα και έπρεπε από κάπου να ξεκινήσω. Να μη με επηρεάζει πια το τι κάνεις, πού είσαι. Η αδιαφορία σου να μη μου πέφτει τόσο σκληρή και βαριά. Να μη νοιάζομαι αν είσαι ή όχι καλά.
Έτσι, ξεκίνησα από τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό το καρκίνωμα που μου έτρωγε τα σωθικά κάθε φορά που ανέβαζες μία φωτογραφία ή ένα τραγούδι. Να μην μπαίνω πια στο τρυπάκι να σκέφτομαι αν αυτά που ποστάρεις έχουν να κάνουν μαζί μου, να μη βλέπω την κοπέλα σου να ποζάρει περήφανη και χαρούμενη δίπλα σου.
Έπρεπε να σε σβήσω από παντού. Facebook, κοινά γκρουπ, Instagram, twitter κι απ’ όπου αλλού υπήρχες. Τουλάχιστον, μέχρι όλα αυτά να μη με ενοχλούν πια. Δε θα ‘πρεπε κιόλας. Είχες κάθε δικαίωμα να προχωρήσεις, όμως, μη με αδικείς που ζηλεύω ό,τι μπορεί να σ’ αγγίζει και να σ’ ακούει. Γιατί εγώ δεν μπορώ, παρόλο που το θέλω περισσότερο απ’ όλους αυτούς.
Κι αφού με μένος και θολωμένα μάτια σ’ έκανα μπλοκ από τα κοινωνικά δίκτυα, έτρεξα να σβήσω κι όλες μας τις κοινές φωτογραφίες, από το κινητό, τον υπολογιστή και διαδικτυακά. Υπήρχαν τόσα πολλά να σε θυμίζουν, ήταν τόσο γεμάτη η ζωή και το μυαλό μου από σένα, που η ανάμνησή σου φύτρωνε από παντού. Πάντα κάτι έμενε χωμένο σ’ ένα φάκελο του υπολογιστή για να τ’ ανακαλύψω. Η απουσία σου ήταν έντονη σ’ όλο το σπίτι, όσο έντονη ήταν κι η παρουσία σου στο κινητό και στον υπολογιστή.
Τελευταίο απ’ όλα έσβησα τον αριθμό σου και τον έκανα μπλοκ. Έτσι κι αλλιώς δε με έψαχνες πια ποτέ. Το έκανα καθαρά για να προστατεύσω τον εαυτό μου από το να σε ικετέψει ακόμη μία φορά να γυρίσεις και για να σ’ αφήσω στην ησυχία σου. Έκανες τις επιλογές σου εδώ και καιρό κι εγώ δεν ήμουν ποτέ μία απ’ αυτές. Ήταν πια ξεκάθαρο.
Πάλευα μόνη μου σαν σχιζοφρενής με όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές που είχα στο σπίτι και χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο, ευχόμενη σε μία διάσειση. Γιατί τον αριθμό σου τον θυμόμουν και ήθελα όσο τίποτα να κάνω ακόμη λίγο θόρυβο στη ζωή σου. Γιατί μπορεί να σ’ είχα κάνει μπλοκ από παντού, όμως, γαμώτο δεν κατάφερα να σε κάνω μπλοκ απ’ το μυαλό μου. Και το προφίλ σου κρυφοκοίταζα με την κάθε ευκαιρία και για να δω αν ήσουν online και για να μου στείλεις μήνυμα παρακαλούσα κι αν λίγο επέστρεφες όλα θα τα ξεχνούσα. Ακόμη και για να μου πεις ότι θες να είμαστε φίλοι.
Σήμερα, κάθομαι μόνη μου στον καναπέ και σε σκέφτομαι πιο ήρεμα πια. Ο θυμός έχει περάσει. Ο οργανισμός μου έμαθε να τρέφεται από την απουσία σου και να τη μετουσιώνει σε λέξεις. Δεν έχω πια την ανάγκη να σε μπλοκάρω από πουθενά, γιατί ξέρω ότι θα είναι απλά παιδιαρίστικες συμπεριφορές της στιγμής που δε θα βοηθήσουν σε τίποτα στην τελική και θα με ρίξουν κι άλλο στα μάτια σου.
Όλη η δουλεία πρέπει να γίνει μέσα μου. Πρέπει να δουλέψω το μυαλό και την καρδιά μου, έτσι ώστε να συμφιλιωθούν με τα νέα δεδομένα. Να συμφιλιωθώ μαζί σου και μαζί μου και να μη νιώθω την ανάγκη να σε μπλοκάρω από πουθενά. Να κρατήσω τις καλές μας στιγμές, τις όμορφες αναμνήσεις, να σβήσω το θυμό και να προχωρήσω με όλα όσα μ’ έμαθες και μου έδωσες, πιο δυνατή από πριν.
Λοιπόν, μωρό μου, αφού δεν μπορώ να σε κάνω μπλοκ απ’ το μυαλό μου, θα συνεχίσω να σ’ αγαπώ με το δικό μου τρόπο και μη σε νοιάζει εσένα για ποιον θα ζω…
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή