Διασχίζοντας την πόλη με τα πόδια, οι εικόνες που βλέπουμε είναι πολλές, κάποτε ευχάριστες κι άλλοτε δυσάρεστες. Ο καθένας, ανάλογα και με τις δικές του ευαισθησίες, απορροφά και κουβαλάει μαζί του αυτές που τον ενοχλούν περισσότερο. Αυτές που θα ευχόταν να μπορούσε ν’ αλλάξει και να σβήσει για πάντα.
Κάποιοι ευαισθητοποιούνται περισσότερο με τους αστέγους και τους ζητιάνους, άλλοι με τους διαδηλωτές κι άλλοι με τους τοξικομανείς . Το δικό μου μυαλό, όπως και πολλών άλλων, κολλάει όμως και σ’ αυτά τ’ αδέσποτα και ταλαιπωρημένα σκυλάκια. Κανένα σκυλί δε θα ‘πρεπε να ζει στο δρόμο, χωρίς αγάπη, ζεστασιά και τρυφερότητα όπως φυσικά ούτε και κανένα παιδί σ’ αυτόν τον σκληρό κόσμο. Η νοημοσύνη ενός σκύλου, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι η ίδια μ’ αυτήν ενός δίχρονου παιδιού. Έχουν την ίδια αντίληψη των πραγμάτων και τις ίδιες ανάγκες. Είναι αυτονόητο ότι ένα τετράποδο πονάει, κλαίει, φοβάται, χαίρεται, πεινάει, κρυώνει, αρρωσταίνει και χρειάζεται φροντίδα όπως ακριβώς κι ένα παιδάκι.
Ένα παιδί, μεγαλώνοντας, μαθαίνει να χρησιμοποιεί τις λέξεις για να εκφράζεται και να λέει πού πονάει, τι νιώθει, τι θα ‘θελε και τι το ενοχλεί. Δυστυχώς για τα σκυλιά κάτι τέτοιο δεν ισχύει, γι’ αυτό κι η καλοζωία τους εναπόκειται στην ανθρώπινη καλοσύνη και προσοχή. Πρόσφατα, κοιτάζοντας ένα αδέσποτο σκυλάκι που λιαζόταν κουρασμένο σε μια πλατεία, σκέφτηκα ότι θα ‘θελα να του κάνω μία συνέντευξη, αν βέβαια μπορούσε να μιλήσει, για να μου πει πώς είναι η καθημερινότητά του.
Σκεπτόμενη τις ερωτήσεις και τις τυχόν απαντήσεις του και με βάση τη δική μου εμπειρία μ’ αδέσποτα σκυλιά, κατέληξα στο ότι μια συνέντευξη μ’ ένα απ’ αυτά που ζούνε στο κέντρο της Αθήνας θα πήγαινε κάπως έτσι:
-Λίνα, πόσο χρονών είσαι και πόσα χρόνια ζεις στο δρόμο;
-Είμαι 4 χρονών και ζω στους δρόμους της Αθήνας από τότε που ήμουν 7 μηνών.
-Άρα, δε γεννήθηκες αδέσποτη. Πώς βρέθηκες, λοιπόν, χωρίς σπίτι;
-(με λυπημένα μάτια) Θυμάμαι ακόμη έντονα, αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια, τη μέρα που ο πατέρας μου μ’ άφησε. Είχα γεννηθεί σ’ ένα άλλο σπίτι και μόλις μεγάλωσα λίγο, με πήραν απ’ τ’ αδέρφια μου και με πήγαν στο σπίτι τους. Η Δανάη κι ο Χρήστος, έτσι έλεγαν τη μαμά και τον μπαμπά μου. Μέναμε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, δεν ξέρω που ακριβώς. Ποτέ δεν κατάφερα να το ξαναβρώ, αν και προσπάθησα. Τους περίμενα για μήνες ολόκληρους στο σημείο που μ’ άφησαν, όμως δεν επέστρεψαν ποτέ.
-Έμεινες επομένως μαζί τους 4 μήνες. Πώς ήταν αυτοί οι μήνες για σένα;
-Ήταν οι ωραιότεροι της ζωής μου. Κάποτε μου θύμωναν γιατί δεν μπορούσα να συγκρατήσω την ανάγκη μου και λέρωνα το σπίτι, όμως δε με πείραζε, γιατί μετά από λίγο κάναμε αγκαλιές. Κοιμόμασταν οι τρεις μας το βράδυ. Όταν μ’ άφηναν στο σαλόνι τους περίμενα έξω απ’ την πόρτα μέχρι το πρωί. Το πρωί ήταν ωραία. Προγευματίζαμε και πηγαίναμε για τρέξιμο με τη μαμά. Ήταν τόσο όμορφη και μύριζε τόσο ωραία. Κάποιες φορές της έκανα παρέα όταν ήταν στην μπανιέρα. Άλλες φορές έκλαιγε και της φιλούσα τα δάκρυα κι έκανα χαζομάρες για να γελάει. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα μ’ άφηνε.
-Τι έγινε στην πορεία; Ξέρεις γιατί σε άφησαν;
-Όχι, δεν κατάλαβα ποτέ. Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω πού έχω φταίξει, τι έκανα λάθος. Προσπαθούσα πολύ να μην είμαι ενοχλητική. Ήθελα μόνο να παίζουμε και να πηγαίνουμε βόλτες. Μία μέρα, θυμάμαι φωνές, η μαμά μου έκλαιγε και ξαφνικά ο πατέρας μου με πήρε απότομα στα χέρια του, πόνεσα λίγο, μ’ έβαλε στ’ αυτοκίνητο και τότε κατάλαβα. Τον κοίταζα λυπημένα. Με κατέβασε απ’ τ’ αυτοκίνητο, με κοίταξε μια τελευταία φορά και μετά έφυγε. Τ’ αυτοκίνητο πήγαινε τόσο γρήγορα που δεν το πρόλαβα, όσο γρήγορα κι αν έτρεξα. Ίσως να ‘φταιγε που έσπασα κατά λάθος τον υπολογιστή του, δεν ξέρω.
-Όταν έμεινες μόνη, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκες;
-Περίμενα. Κοίταζα το δρόμο. Προσπάθησα να βρω το σπίτι μου, κατέληξα στο κέντρο. Ήμουν φοβισμένη, περπατούσα για μέρες. Την πρώτη νύχτα που ‘μεινα έξω, άκουγα θορύβους, κρύωνα, δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Ήταν όλα άγνωστα για μένα. Μου φαίνονταν όλα μεγάλα και τρομακτικά. Πεινούσα. Δεν ήξερα πού να βρω φαγητό. Θυμόμουν τη μαμά μου κι έκλαιγα για τη μυρωδιά της.
-Τελικά, πώς κατάφερες να επιβιώσεις;
-Δύσκολα. Πολλές φορές η ζωή μου βρέθηκε σε κίνδυνο. Συνάντησα κάποια άλλα σκυλιά. Με δέχτηκαν στην παρέα τους. Μου ‘μαθαν πού να βρίσκω φαγητό και πώς να προστατεύω τον εαυτό μου. Μοιραστήκαμε τις ιστορίες μας. Έχασα πολλούς φίλους στους δρόμους, με πολύ άσχημο τρόπο. Κάθε μέρα φοβάμαι για τη ζωή μου κι ελπίζω ότι η μαμά μου θα ‘ρθει να με βρει. Εδώ στο κέντρο είναι πιο εύκολο να τη συναντήσω.
-Πώς σου συμπεριφέρονται οι άνθρωποι;
-Κάποιοι καλά, κάποιοι άλλοι όχι και τόσο. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς. Μια φορά, θυμάμαι, ένα παιδί μου έδειχνε ένα κομμάτι μπέικον. Όταν το πλησίασα με κλώτσησε στην κοιλιά και γελούσε με τους φίλους του. Υπάρχουν, όμως, κάποιες κοπέλες πολύ καλές που μας φροντίζουν και μας φέρνουν φαγητό πού και πού. Κάποιους φίλους μου τους έχουν πάει και στον κτηνίατρο παλιότερα. Αυτές μου ‘δωσαν το νέο μου όνομα. Η μαμά μου με φώναζε Ντέιζι.
-Και μία τελευταία ερώτηση. Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον;
-Ονειρεύομαι τη μαμά μου, πολλές φορές. Ότι έρχεται και με παίρνει πάλι πίσω στο σπίτι μας. Πονάει όλο μου το σώμα κάθε μέρα. Έχω πεθυμήσει τη μαλακή μου κουβερτούλα και τη μυρωδιά απ’ το ζεστό φαγητό. Και να νιώσω ασφάλεια. Να μπορώ να κοιμηθώ ένα βράδυ βαθιά, χωρίς καμιά έννοια. Αυτά ονειρεύομαι. Μόνο αυτά.
-Σ’ ευχαριστούμε Λίνα κι ελπίζουμε τα όνειρά σου μία μέρα να γίνουν πραγματικότητα, όταν ξαναβρεθεί ίσως η χαμένη μας ανθρωπιά.
Επιμέλεια Κειμένου Πράξιας Αρέστη: Ιωάννα Κακούρη