Περνιόμουν για έξυπνη. Μέχρι δηλαδή που σε γνώρισα και τα μούτρα μου, όχι μόνο έπεσαν μέχρι το πάτωμα, αλλά τρίφτηκαν σε σημείο που φάνηκε ο καμένος μου εγκέφαλος.

Τα είχα όλα προγραμματίσει. Αυτή την τέλεια ζωούλα που ονειρευόμουν μικρή. Η λογική πάντα πρώτη, η γυναικεία μου δυναμική να σκοτώνει κάθε πιθανό πειρασμό και λοξοδρομία. Κεφάλι ψηλά και πόδια κλειστά για τους περαστικούς και τους επιφανειακούς. Μέχρι, επαναλαμβάνω, τη στιγμή που σε γνώρισα. Ηθικές αξίες, αρχές, αυτοπεποίθηση, φεμινιστικά σχόλια, ετοιμολογία, σηκωμένο βλέφαρο και χυλόπιτες σε όποιον δεν πληρούσε τις προδιαγραφές όλα πήγαν στο διάολο. Μέχρι και στα πόδια σου σύρθηκα για να μη σε χάσω και πάλι δεν τα κατάφερα η μοιραία.

Καλά να πάθω. Καλά να μου κάνεις. Και τα χαστούκια που μου έδωσες λίγα ήταν. Γιατί το ότι σ’ ερωτεύτηκα το πλήρωσα κι ακόμη το πληρώνω ακριβά. Γιατί νόμισα ότι μπορώ να έχω τον κόσμο στα πόδια μου, όμως όταν σε γνώρισα ο κόσμος μου έγινες εσύ και τότε άρχισα να πέφτω ασταμάτητα σε ένα μεγάλο γκρεμό χωρίς έδαφος.

Έχασα τις ισορροπίες. Έσπασα κάθε ηθικό μου φραγμό, δικαιολογούσα τα αδικαιολόγητα, αναγκάστηκα να δω τα πράγματα απ’ τη δική σου ματιά για να είσαι εσύ καλά, για να μπορώ να σου προσφέρω κάθε απόλαυση κι εν τέλει τα έκανα θάλασσα συνεχώς γιατί προσπαθούσα να είμαι κάτι που δεν ήμουν ποτέ. Κι αυτό που ήμουν, φοβόμουν ότι για σένα δε θα ήταν αρκετό.

Κι αφού τα έδωσα όλα και δεν ήταν αρκετά, μια μέρα με παράτησες. Μία και καλή. Στην αρχή το δέχθηκα, μετά σε μίσησα, στα έχωσα όλα στη μούρη, όμως συνειδητοποίησα ότι πια μιλούσα σε έναν τοίχο. Δε σε ένοιαζε. Κι έτσι δεν είχε σημασία το τι ένιωθα αν εσύ δεν ήθελες να ξέρεις. Τι κι αν θύμωνα, τι κι αν έκλαιγα πάλι για ώρες στο κρεβάτι, τι κι αν αρνιόμουν να δω την πραγματικότητα, τι κι αν έστειλα δέκα μηνύματα για να σου εξηγήσω και να διορθώσω τα πράγματα. Δε σε ένοιαζε.

Και τότε κατάλαβα ότι το να σ’ ερωτευτώ ήταν ό,τι πιο ηλίθιο έκανα στη ζωή μου. Έχασα πολύτιμο χρόνο, χαράμισα πολύτιμα συναισθήματα, έκλεινα πεισματικά την πόρτα σε ανθρώπους που άξιζαν μια θέση, στέρησα χαμόγελα απ’ την καθημερινότητά μου, υποτίμησα τον εαυτό μου και χωρίς να το θέλω ένα κομμάτι του εαυτού μου επιμένει ακόμα και τώρα να σε αγαπάει και σε περιμένει. Δεν είμαι έτοιμη ακόμη να δεχθώ ότι δε θα ξανανιώσω ποτέ τα χείλη σου στα δικά μου, ότι δε θα αγγίξω ξανά τα χέρια σου. Δε θέλω και δεν μπορώ.

Ήταν τόσο ηλίθιο το ότι σε είχα ερωτευτεί ενώ ήξερα ότι δεν είχα καμία πιθανότητα να γίνω προτεραιότητα στη ζωή σου, όσο ηλίθιο είναι και το ότι σ’ αγαπάω ακόμη μετά από όλες τις φορές που με πλήγωσες κι απλώς έφυγες.

Mαμά, μ’ ακούς; Πότε θα βάλω ξανά μυαλό;

Συντάκτης: Πράξια Αρέστη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη