Πόσες φορές σου έχει ξεφύγει κάποιο μικρό ψέμα στους γονείς ή στους φίλους σου; Πόσες φορές έχεις κρύψει εσκεμμένα την αλήθεια από τον σύντροφό σου; Πόσες φορές παραδέχτηκες ότι ο κομμωτής έκανε φανταστική δουλειά, ενώ τα μαλλιά σου σίγουρα δεν έγιναν όπως τα ζήτησες; Αν θα έπρεπε να μαντέψω, η απάντηση που θα έδινα είναι: «Πολλές φορές». Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σύμφωνα με έρευνες (Bryant, 2008), υπάρχουν 3 τύποι ψεμάτων, οι οποίοι διακρίνονται βάσει σκοπιμότητας, των επιπτώσεων και της αποδοχής τους από την κοινωνία. Αρχικά, έχουμε τα πραγματικά ψέματα (real lies), τα οποία προφανώς και είναι μη αποδεκτά από το κοινωνικό σύνολο, έχουν πονηρό κίνητρο που εξυπηρετεί μόνο τον ψεύτη και συνήθως συνοδεύονται από βαριές συνέπειες. Ακολουθούν τα «αλτρουιστικά ψέματα» (white lies), τα οποία δεν έχουν μεγάλη σπουδαιότητα κι είναι συνήθως αθώα με δόσεις αλήθειας, με σκοπό να προστατέψουν κάποιον από κάτι που μπορεί να τον πληγώσει. Σε αυτή την κατηγορία έγκειται το παράδειγμα με τον κομμωτή κι αυτό το είδος ψέματος είναι συνήθως αποδεκτό από την κοινωνία. Τέλος, υπάρχει και μία ενδιάμεση κατηγορία, τα «gray lies», τα οποία έχουν τα χαρακτηριστικά των πραγματικών ψεμάτων, αλλά μπορούν να δικαιολογηθούν υπό συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Τα όρια μεταξύ αυτών των κατηγοριών είναι θολά και σίγουρα κάθε ψέμα θεωρείται ως μία ειδική περίπτωση. Αυτή η γενίκευση αν και βοηθάει στον προσδιορισμό της «ηθικής» κάθε κοινωνίας, δεν εμπίπτει αναγκαστικά και στην προσωπική ηθική του καθενός. Παραδείγματος χάριν, το να αποκρύπτεις κομμάτια μιας αλήθειας που θα μπορούσαν να πληγώσουν κάποιον, για κάποιους θεωρείται ψέμα, καθώς ο παραλήπτης δε διαθέτει την πλήρη εικόνα κι άρα καταλήγει (ίσως) σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ενώ για άλλους είναι κίνηση προστασίας κι ένδειξη πραγματικού ενδιαφέροντος, αφού σε καμία περίπτωση δε θέλουν να πληγωθεί έστω και λίγο κάποιος από κάτι που πλέον δεν έχει καμία αξία.
Υπάρχει, όμως, και μια ακόμη υποκατηγορία. Πολλές φορές λες κάποιο ψέμα, το οποίο περιέχει με κάποιο τρόπο την αλήθεια σου. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, συναντάς έναν καινούργιο άνθρωπο και λες κάτι που δεν ισχύει 100%, δίνοντας μια διαφορετική εικόνα από την πραγματική για τον εαυτό σου. Προβάλλεις μια οπτική του πώς νιώθεις ή μάλλον του τι νιώθεις για μια συγκεκριμένη κατάσταση, παρά την αντικειμενική οπτική της κατάστασης αυτής.
Ας πούμε ότι η αντικειμενική οπτική της κατάστασης είναι πως παράτησες κάποιον για τον α’ ή β’ λόγο. Όταν γνωρίσεις έναν καινούργιο άνθρωπο, σπάνια θα πεις πως «παράτησα τον τάδε». Ίσως πεις πως «δεν τραβούσε το πράγμα» ή «δεν περνούσα και πολύ καλά». Αυτά κι άλλα παρόμοια, σίγουρα περιέχουν μια δόση αλήθειας, αλλά περιγράφουν μια κατάσταση που βρίσκεται σε απόσταση από την πραγματικότητα.
Η εικόνα που προβάλλεις βασίζεται στον ψυχισμό σου. Παρουσιάζεις την κατάσταση από τη δική σου συναισθηματική ματιά. Ό,τι παρουσίασες στον συνομιλητή σου βρίσκεται πιο κοντά στο πώς νιώθεις, παρά στο τι πραγματικά έγινε. Γιατί, όμως, έστω κι αυθόρμητα, καταφεύγουμε σε κάτι τέτοιο; Ίσως είναι ένας τρόπος άμυνας, ένας τρόπος να προστατευτούμε από μία σκληρή πραγματικότητα ή να μην αναλάβουμε την ευθύνη.
Από την άλλη, θα μπορούσε αυτή η προσέγγιση να χαρακτηριστεί ως μια βαθύτερη εξωτερίκευση μιας εσωτερικής πραγματικότητας, καθώς, στην ουσία, παρουσιάζοντας τη συναισθηματική σου οπτική, εξωτερικεύεις κάτι πολύ προσωπικό, όπως τα συναισθήματά σου και τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνεις κι αποδέχεσαι καταστάσεις και συμπεριφορές. Άρα, εν τέλει, αν και δεν περιγράφεις την πραγματικότητα, επιτρέπεις να φανεί η προσωπική σου αντίληψη της πραγματικότητας.
Τέλος, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι μια τέτοια συμπεριφορά οδηγεί αναπόφευκτα στην παραποίηση των γεγονότων. Όπως προαναφέρθηκε, η μισή αλήθεια δε δίνει την πλήρη εικόνα. Οπότε είναι εύκολο τα γεγονότα να παρερμηνευτούν.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, είναι μοναδική για τον καθένα. Μπορεί να κάνεις κάτι τέτοιο αυθόρμητα κι ασυνείδητα, αλλά βαθύτερα κίνητρα πάντα υπάρχουν και πρέπει, ίσως, να σκάψεις λίγο πιο βαθιά για να τα ανακαλύψεις. Είναι ουτοπικό κι αφελές να θεωρήσουμε ότι όλοι παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα από αυτό που είναι, γιατί επιθυμούν ασυναίσθητα να εξωτερικεύσουν συναισθηματικές τους πτυχές. Ουτοπικό κι αφελές, αλλά παρ’ όλα αυτά, θα μου άρεσε πολύ να ζω σε έναν τέτοιο κόσμο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου