Όλες οι σχέσεις, από την πιο απλή έως την πιο περίπλοκη, βασίζονται σε κάποιες θεμελιώδεις αρχές, όπως είναι η ειλικρίνεια. Μια σχέση χωρίς ειλικρίνεια μπορεί να δημιουργηθεί, όμως δεν μπορεί να κρατήσει ούτε κατά διάνοια. Οφείλεις να είσαι ειλικρινής στις επαγγελματικές, στις οικογενειακές, ακόμα και στις οικονομικές σου υποχρεώσεις, ώστε να μη δημιουργηθούν δυσεπίλυτα προβλήματα. Είναι, όμως, όντως τόσο δύσκολο να είσαι ειλικρινής;

Έναν ειλικρινή άνθρωπο είναι πιο εύκολο να τον εμπιστευτείς. Σου έχει μιλήσει για το πώς αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα, ξέρεις τι θέλει από εσένα και σίγουρα έχει δημιουργηθεί μια σχέση εκτίμησης. Άρα, η ειλικρίνεια φέρνει κι εμπιστοσύνη, καθώς μόνο αν όντως «ξέρεις», δε σου μπαίνουν περίεργες σκέψεις στο μυαλό που κλονίζουν την εμπιστοσύνη. Αλλά πόσα πρέπει να ξέρεις; Όλα; Τα βασικά; Αναλόγως την περίπτωση;

Στην περίπτωση, λόγου χάρη, γονέων και παιδιών τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα απ’ όσο ίσως φαντάζεσαι. Ας το πάρουμε από την αρχή: οι γονείς φέρουν ευθύνη για τα παιδιά τους. Κι όχι ευθύνη με την έννοια ότι «αναγκάζονται» να τα προσέχουν, αλλά με την έννοια ότι νιώθουν πως μόνο αυτοί μπορούν να τα προστατέψουν. Εν μέρει έχουν δίκιο (ειδικά για τις μικρότερες ηλικίες), αλλά και πάλι η τάση τους να είναι υπερπροστατευτικοί κλονίζει ακόμα και την εμπιστοσύνη των παιδιών στις ίδιες τους τις δυνατότητές.

Η ανάγκη των γονέων να προφυλάξουν τα παιδιά τους, τους οδηγεί στη δημιουργία ενός συνόλου κανόνων, τύπου «δε μιλάμε ποτέ σε ξένους» και στην απαρίθμηση ενός σωρού πιθανών κινδύνων. Μη με παρεξηγήσεις, δεν κατακρίνω αυτήν τη στρατηγική, μιας και οι καιροί που ζούμε είναι όντως περίεργοι και τα παιδιά πρέπει όντως να μάθουν να προστατεύονται. Απλά, στην προσπάθειά τους να προστατέψουν τα παιδιά, οι γονείς καταφεύγουν σε μέσα μη θεμιτά.

Κι αναρωτιέσαι τώρα: πώς ένας γονιός θα προστατέψει το παιδί του, αν δεν ξέρει καν από τι «απειλείται»; Πώς να το συμβουλέψει, αν δεν ξέρει τι το απασχολεί; Κι εδώ έρχονται τα μη θεμιτά μέσα. Ο υπερβολικός ζήλος τους να βοηθήσουν τα παιδιά τους, χωρίς τα ίδια να έχουν ζητήσει βοήθεια, κατευθύνει τους γονείς σε μη αποδεκτές στρατηγικές, όπως την αναζήτηση του ημερολογίου, ώστε να διαβάσουν τις σκέψεις και τις ανησυχίες των παιδιών ή το ψάξιμο του κινητού τους, μήπως και βρουν κάτι ανησυχητικό ή περίεργο.

Όλη αυτή η προσέγγιση, όμως, μπάζει από δύο βασικά σημεία. Πρώτον, είναι ξεκάθαρο εξαρχής πως απουσιάζει η επικοινωνία και η εμπιστοσύνη. Αν ο γονέας δεν έχει καταφέρει να χτίσει μια δίοδο επικοινωνίας, στην οποία μπορεί να στραφεί το παιδί ανά πάσα στιγμή, πώς περιμένει να του μιλήσει για κάποιο πρόβλημά του, ή πόσο μάλλον για κάποια πολύ απλή σκέψη του, όπως το πώς γίνονται τα παιδιά; Ακόμα και να μην υπάρχει όμως αυτή η ευχέρεια επικοινωνίας, όπου καμία από τις δύο μεριές δεν αισθάνεται βολικά, γιατί ο γονιός να μη ρωτήσει και να εμπιστευτεί την απάντηση τους παιδιού του, διαβάζοντας και τα σημάδια;

Δεύτερον, η ειλικρίνεια έχει πάει περίπατο και μαζί της έχει πάρει και την εμπιστοσύνη. Από τη στιγμή του καταπάτησες την ιδιωτικότητα του παιδιού, το μάθει δεν το μάθει, τίποτα δε μένει το ίδιο. Η μία φορά θα φέρει και τη δεύτερη και την τρίτη. Και ξαφνικά, στα 16, δε θα υπάρχει καν ειλικρίνεια, αλλά μόνο ανάκριση και πίεση για να μάθεις πού πήγε και τι έγινε και γύρισε στεναχωρημένο και γιατί δεν έγραψε καλά σε εκείνο το διαγώνισμα. Η εμπιστοσύνη θα έχει γκρεμιστεί, δε θα πιστεύει λέξη από το στόμα σου (ακόμα κι αν είναι για το καλό του) και πολύ πιθανώς να καταλήξει με λανθασμένες επιλογές. Γιατί; Γιατί Δεν είχε κάποιον που εμπιστεύεται να τον συμβουλέψει. Γιατί δεν είχε κάποιον που να του φερόταν και να του φέρεται με σεβασμό.

Κάποιες αρχές, όπως η ιδιωτικότητα, η εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια, πάνε χεράκι-χεράκι σε οποιαδήποτε περίπτωση. Αν η μία στραβοπατήσει, θα ταρακουνηθούν και οι υπόλοιπες. Αν η μία πέσει, θα παρασύρει και τις υπόλοιπες.

Συντάκτης: Χρυσούλα Τ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου