Πόσες φορές μετά από μια συζήτηση (ή στη χειρότερη έναν καβγά) κάθισες και σκέφτηκες τι είπες; Γύριζες μπρος-πίσω τη συζήτηση σαν ταινία και σκεφτόσουν πώς παρουσίασες κάθε σου άποψη ή επιχείρημα. Μέχρι που κατέληξες στο «έπρεπε να πω κι αυτό, όταν μου είπε εκείνο». Σου έχει καεί στην κυριολεξία ο εγκέφαλος από την εναλλαγή των πιθανών (υποθετικών) σεναρίων μέχρι να καταλήξεις στο καλύτερο και πραγματικά απορείς πώς δεν το σκέφτηκες εκείνη την ώρα. Τα σωστά λόγια τη σωστή χρονική στιγμή ίσως είναι από τα πιο ερεθιστικά πράγματα στον κόσμο.
Η μαγεία του να ξέρεις τι να πεις και τι όχι, το πότε πρέπει να μιλήσεις και πότε να σωπάσεις ανήκει σε λίγους τυχερούς. Οι περισσότεροι από εμάς ενθουσιαζόμαστε όταν απλώς λέμε (μια στο τόσο) μια καλή ατάκα που κολλάει τέλεια στη συζήτηση. Ακόμα και το χιούμορ μέσα στην παρέα ξεφεύγει των δυνατοτήτων μας. Μην πιάσεις καν το θέμα φλερτ. Εκεί, επιτυχία στην καλύτερη θεωρείται το να καταφέρεις να μην πετάξεις καμιά κοτσάνα στην προσπάθειά σου να φανείς cool. Να σε πάρει τέλος πάντων ο άλλος σοβαρά κι ας μην τον θάμπωσες με μια τρομερή ατάκα που θα θυμάται μια εβδομάδα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει κι όταν γνωρίζεις καινούργιο κόσμο και θέλεις ασυνείδητα να σε συμπαθήσουν αλλά και να κάνεις εντύπωση, αφού είναι έμφυτο το αίσθημα να θέλουμε να ανήκουμε και να γινόμαστε αποδεκτοί.
Τι γίνεται όμως όταν οι κατάλληλες ατάκες έρχονται αυθόρμητα, αλλά όχι από το δικό σου στόμα; Έστω ότι σκέφτεσαι κάτι, νιώθεις κάτι. Κάτι που είναι τόσο αόριστο που δεν μπορείς να το περιγράψεις με λόγια ή νιώθεις ότι οι λέξεις το μειώνουν. Μειώνουν την αξία του, το νόημά του. Δεν μπαίνει σε καλούπια ή μάλλον δε θέλεις να το βάλεις σε καλούπια. Πώς θα ένιωθες αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το βιώνεις, ο άνθρωπος απέναντί σου (που συνήθως είναι αυτός που στο προκαλεί) σου το περιγράψει με τα πιο απλά, αλλά πλέον κατάλληλα λόγια; Και πρόσεξε, εσύ δεν έχεις πει τίποτα σχετικό με αυτό που νιώθεις. Δεν έχεις αφήσει κάποιο υπονοούμενο για το πώς νιώθεις. Δεν έχει ιδέα ο άνθρωπος απέναντί σου τι ακριβώς σου συμβαίνει. Απλά, την ίδια ακριβώς στιγμή, ένιωθε ακριβώς το ίδιο κι είχε τη διαύγεια και το λεξιλόγιο, ώστε να το διατυπώσει.
Όλη αυτή η σύνδεση μόνο «απλή» δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Τι ομορφότερο υπάρχει από δύο ανθρώπους, οι οποίοι ξεχωριστά ο ένας από τον άλλον, νιώθουν το ίδιο μοναδικό συναίσθημα; Πόσο απόλυτη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η στιγμιαία σύνδεση δύο διαφορετικών εγκεφάλων; Ίσως και να είναι λίγο πιο εντυπωσιακό από το να σκέφτονται δύο άνθρωποι ακριβώς το ίδιο πράγμα και να το λένε ταυτόχρονα. Γιατί το συναίσθημα είναι κάτι βαθύτερο και πηγάζει από μία κατάσταση, η οποία δεν απαιτεί κάποιο λεκτικό πλαίσιο επικοινωνίας.
Φαντάσου να είσαι στην αγκαλιά αυτού του ανθρώπου. Να είστε τόσο κοντά που να μιλάει ο ένας στο στόμα του άλλου. Κάθε λέξη να αποτελεί κι ένα μικρό φιλί, ένα χάδι στα χείλη του άλλου. Να κρατιέστε σφιχτά ο ένας πάνω στο σώμα του άλλου. Κι ενώ εσύ έχεις λιώσει με την όλη κατάσταση, να διακόπτει τις σκέψεις σου, λέγοντάς σου ακριβώς αυτό που νιώθεις κι εσύ και δεν μπορείς να εκφράσεις. Δε χρησιμοποίησε τίποτα τρομερές λέξεις. Δεν έκανε τίποτα βαρύγδουπες δηλώσεις. Δεν είπε καν κάτι ιδιαίτερο. Εκτός σεναρίου, η φράση από μόνη της δε λέει και πολλά, δε σημαίνει κάτι. Αλλά εκείνη τη στιγμή, εκείνες οι λέξεις ήταν οι κατάλληλες.
Ήταν οι κατάλληλες γιατί κατάφερναν να ενώσουν τα αμοιβαία συναισθήματα δύο ξεχωριστών ανθρώπων. Ήταν οι κατάλληλες γιατί δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας για την αυθεντικότητά τους. Γιατί η ταύτιση, είναι από μόνη της κάτι το συναρπαστικό όμως όταν πηγαίνει και συναντά τον έρωτα γίνεται σπουδαία, αποκτά δύναμη που όμοιά της δε συναντάς ποτέ και πουθενά. Και σαν συμβεί μοιάζουν σαν όλα να εξηγούνται κι ας ήταν πιο πριν ένα κουβάρι. Έτσι, απλά, μα και σύνθετα μαζί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου