«Άραγε αρέσω αρκετά;». Πόσες είναι οι φορές που αναρωτήθηκες εάν πραγματικά σε θέλει κάποιος, πόσες φορές κάηκες ένα βράδυ να συζητάς για το κάθε μικρό και μεγάλο που σου φανέρωσε μπας και σπάσεις τον κώδικα; Αν μιλάμε για γκεστ σταρ εμφανίσεις, κομπαρσιλίκια ή 15 σεζόν με 20 επεισόδια η κάθε μία; Να μπεις στη διαδικασία να δεθείς, ή πάνω που θα αρχίσει να σε ψήνει η «σειρά» θα σου σκάσει τίτλους τέλους;
Και κάπου εκεί, εκεί που οι απαντήσεις αργούν πολύ, που δεν έρχονται και μοιάζει να χάνεις τον έλεγχο, εμφανίζονται στο τραπέζι οι ανασφάλειές σου, οι φοβίες σου, άγχος, στρες. Προσπαθήσεις μανιωδώς, να καταλάβεις μόνος σου, -εννοείται χωρίς να ρωτήσεις γιατί δεν είσαι και τίποτα κολλημένος καψούρης που το σκέφτεται όλη μέρα κι όλη νύχτα-, εάν αυτό το άτομο ενδιαφέρεται πραγματικά.
Στο πρώτο μήνυμα που δε θα απαντήσει, στα πρώτα λεπτά που θα αργήσει να μιλήσει, την πρώτη φορά που δε θα μπορέσει να βγείτε, τα κόκκινα λαμπάκια αρχίζουν ν’ αναβοσβήνουν με την ένδειξη «τρέξε μακριά», γιατί στη συνείδησή σου δεν μπορεί να χωρέσει τίποτα άλλο εκτός από το να μη σε θέλει κι απλά να μη στο λέει για εκατό χιλιάδες λόγους. Μπορεί σαφώς κι όντως να ισχύει, μα μακάρι να ήμασταν τόσο απλοί κι απόλυτοι. Πλαστογραφείς, λοιπόν, στο μυαλό σου τις καταστάσεις, τις φάσεις, τα λόγια, ακόμα και τη χρονική στιγμή που μπορεί να σου ανακοινώσει το τέλος της όλης φάσης. Με λίγα λόγια, έχεις ήδη αποφασίσει τι νιώθεις, τι νιώθει, τι θα γίνει, πώς θα λήξει, τα έχεις όλα ξεκάθαρα. Στο μυαλό σου. Και μόνο εκεί.
Γι’ αυτό λοιπόν κι αποκτάς εκούσια και με δική σου πρωτοβουλία ευθύνες που δε σου αναλογούν, λόγια που ποτέ δεν ειπώθηκαν, λέξεις και πράξεις που ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα, πείθοντας τον εαυτό σου πως πρέπει -ευθέως, πλαγίως, καθέτως κι οριζοντίως- και δεδομένου ότι τίποτα δε σου έχει αναφέρει, να αποκρυπτογραφήσεις εσύ ο ίδιος όλα τα σημάδια για να καταλάβεις αν αληθινά σε θέλει.
Αδιαμφισβήτητα, οι φορές που οι άνθρωποι βάζουν την ανασφάλεια πάνω από την αυτοπεποίθηση είναι εκατοντάδες. Έτσι, προσπαθούν να καταστήσουν τους εαυτούς τους –τις περισσότερες φορές υποσυνείδητα-, όντα ασήμαντα κι αδιάφορα -πράγμα προφανώς ανέφικτο-, έτσι ώστε να δικαιολογούν κάθε απόρριψη και να έχουν την κατάλληλη δικαιολογία, να κρύβονται στο καβούκι τους, μιας που δεν αξίζουν να αγαπηθούν, γιατί «ποιος θα με κοιτάξει εμένα;».
Καταλήγεις λοιπόν να μην το ζεις, να μη φλερτάρεις καν, να μην μπεις στη διαδικασία να ανταλλάξεις ενέργειες, ζώντας όλο το παιχνίδι μόνος και στο μυαλό σου, έχοντας αποφασίσει ήδη ότι θα χάσεις. Το άλλο άτομο, μπορεί να μην έχει την παραμικρή ιδέα ότι εσύ ζεις αυτή την παράνοια. Μα είπαμε, εσύ αποφάσισες μέχρι και πώς θα τελειώσει πριν καν αρχίσει. Μήπως να το έβλεπες αλλιώς; Μήπως να απολάμβανες το φλερτ που ήρθε στη ζωή σου, να αφεθείς να ερωτευτείς και μη ζαλίζεις το σύμπαν με ερωτήματα, που εν τέλει η απάντηση δεδομένη δεν είναι αλλά και να ήταν -στην πραγματικότητα- δεν ενδιαφέρει κανέναν. Κι αν πέσουμε τι να κάνουμε, θα ζήσουμε. Μπορεί να μη σε θέλει όντως. Μα τι γίνεται αν σε θέλει;
Εξάλλου, κάθε συναίσθημα που νιώθουμε, που ζούμε κι αναπολούμε αποτυπώνεται. Στο σώμα, στο μυαλό, στο βλέμμα, στην ενέργεια. Αναλογίσου μόνο πόσο πιο όμορφα θα αισθάνεσαι, πόσο πιο ανάλαφρα θα ζεις, πόσο πιο καλά θ’ ανταποκρίνεσαι σε όλα από τη στιγμή που θ’ αλλάξεις τα λόγια που ψιθυρίζεις στον εαυτό σου και τα συναισθήματα που αποφασίζεις να σε ορίζουν. Τουλάχιστον, αν είναι να φας χυλόπιτα, ας μην είναι από το ίδιο σου το μυαλό. Κι αν είναι να ζήσεις έναν έρωτα, ας τον αφήσεις πρώτα να υπάρξει. It takes two to tango.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου