«Πρέπει να μιλήσουμε». Μόνο που το διάβασες αγχώθηκες. Ναι, ξέρω. Κάθε φορά που το διαβάζεις και το ακούς, το εγκεφαλικό και σωματικό σου σύστημα ταράζεται -σχεδόν παραλύεις- γιατί σκέφτεσαι και θυμάσαι κάθε ανοησία που έχεις πει ή έχεις κάνει. Θυμάσαι τα χρόνια που πέρασαν και τις στιγμές που άφησαν κι αγχώνεσαι ξανά γι’ αυτά που τελικά ανακαλύπτεις πως έκανες. Κι αναρωτιέσαι τι στο καλό θέλει να μου πει, τι θέλει να συζητήσουμε. Έτσι παίρνεις το θάρρος και λες «πες μου» για να πάρεις απάντηση «όχι τώρα, σε λίγο» και τα κόκκινα λαμπάκια χτυπούν ασταμάτητα, σε πιάνει κρύος ιδρώτας, δύσπνοια, δεν αισθάνεσαι και πολύ καλά.
Τότε έρχεται η στιγμή που ό, τι έχεις κάνει στη ζωή σου, περνάνε όλα σαν μία αστραπή από μπροστά σου, μπροστά από τα μάτια σου. Κάθε λάθος, κάθε σωστό, κάθε βλακεία. Γρήγορα και βιαστικά κάνεις έναν απολογισμό από μέσα σου γι’ όλα αυτά που επανέφερες στην μνήμη σου. Βεβαίως και την κυριάρχηση της προσοχής σου και σκέψης σου την αποκτά αυτό που έχεις κάνει πιο κρυφά κι ύπουλα, που υποσχέθηκες ποτέ κανείς να μη μάθει, που από την πρώτη στιγμή που το έκανες σκέφτηκες: «ωχ αμάν», που ήξερες πως άμα βγει στη φόρα θα σε κάψει, που ρίσκαρες, έκανες και μετανιώσεις, ίσως κι όχι, εκείνη την στιγμή όμως δεν έχει καμία απολύτως ουσιαστική σημασία.
Εσένα ένα μονάχα πράγμα σ’ ενδιαφέρει κι απασχολεί. Τι είναι αυτό που θέλει να σου πει και να συζητήσετε; Έχει άραγε σχέση μ’ εσένα, με τις επιλογές σου, τα λάθη και τις βλακείες σου ή είναι κάτι άσχετο κι εσύ άδικα καθόσουν κι αγχωνόσουν; Δεν έχει σημασία από ποιον το ακούς εάν είναι από τον κολλητό, τη μάνα, τον πατέρα ή το σύντροφό σου, σημασία έχει ότι κάποιος σου το ανακοίνωσε. Προετοιμάζεσαι καταλλήλως για την απάντηση, την επεξεργάζεσαι στο μυαλό σου κι είσαι έτοιμος να την αποτυπώσεις όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή. Στο μυαλό σου στριφογυρίζει συνεχώς αυτή η πρόταση. Σκέφτεσαι τη στιγμή που στο είπε, στο μέρος που στο είπε, μήπως μπορείς να βγάλεις έστω κι ένα μικρό συμπέρασμα του τι θέλει να σου πει.
Θα είναι κάτι άραγε που θες να συζητήσεις ή οι απαντήσεις σου θα σου βγουν μηχανικά; Τραμπουκίζεις τον εαυτό σου με χίλιες δύο ερωτήσεις, ψάχνοντας την απάντηση που ίσως καταπραΰνει την αγωνία σου. Βέβαια ακόμη και γι’ αυτό οι αρχαίοι μας είχαν πει: «Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον». Όπως επίσης κι η μαμά σου, πάντα σού έλεγε πως όλα τα μαθαίνει. Το ίδιο κι οι φίλοι που αν πας να κρύψεις κάτι το καταλαβαίνουν πιο γρήγορα κι από τη συνείδησή σου. Το ίδιο κι ο σύντροφός σου που σού έκανε πλάκα πως έβαζε ανθρώπους να σε παρακολουθούν. Μήπως τελικά είχαν δίκιο;
Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιωνιότητα. Παρατηρείς τα πάντα, από το πώς ανοίγει το στόμα για να πει την πρώτη λέξη μέχρι και την κάθε κίνηση του σώματος. Βέβαια εσύ προσπαθείς τουλάχιστον να φαίνεσαι όσο πιο κουλ γίνεται, πως δεν είσαι καθόλου αγχωμένος γι’ αυτό που πρόκειται ν’ ακούσεις γιατί είσαι απολύτως σίγουρος για κάθε σου πράξη για κάθε σου λόγο. Καλά, όλοι ξέρουμε πως αυτό σε καμία περίπτωση δεν ισχύει. Διότι όλοι γνωρίζουμε πως όσο σίγουρος κι αν είσαι για τον εαυτό σου, τις πράξεις, τα λόγια, τις επιλογές σου, πάντα θα μας αγχώνει το θέλω κάτι να σου πω.
Αντίστοιχα, το ίδιο συμβαίνει και με το «θέλω κάτι να συζητήσουμε», το «έχω κάτι να σου πω», το «έχω μάθει κάτι», πόσο μάλλον με το «έχω μάθει κάτι για εσένα». Τότε είναι που όλα μαυρίζουν μπροστά σου, δε βλέπεις κι ακούς τίποτα άλλο. Κρεμώντας τον εαυτό σου από τα χείλη του συνομιλητή σου και καρτερώντας με ανυπομονησία τη συνέχεια της συζήτησης. Καλή τύχη!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου