Θύμηση, ίσως πιο δυνατή κι από τη δύναμη την ίδια. Σου τρώει το μυαλό από την στιγμή που θα τολμήσεις να την ανακαλέσεις είτε εκούσια είτε ακούσια. Θα καείς. Παίρνει τη δύναμη από μόνη της χωρίς τη δική σου συναίνεση, χωρίς τη δική σου έγκριση και τότε ανάβει η φωτιά.
Γίνεται παράπονο, ένα βάσανο στην ήδη ανυπέρβλητη νοσταλγία. Η θύμηση σού θυμίζει τι έχασες, τι δε χόρτασες ή τι σου λείπει. Σου υπενθυμίζει τα αδιόρθωτα και συνεχόμενα λάθη σου και καταπίνει όλα τα σωστά σου, καθώς τις επιτυχίες μας πάντα τις ξεχνάμε γρηγορότερα. Γίνεται αυτό το κάτι που περπατάει πάντα σιωπηλό στο πλάι σου. Δεν σε αφήνει σε ησυχία, σε ηρεμία.
Φοβόμαστε τη θύμηση, όχι μόνο για τη δύναμη που έχει, αλλά και για το τι μπορεί να προκαλέσει επίσης, για το τι μπορεί να συνεπάγεται αυτής. Τι θα έρθει στα επόμενα να προστεθεί στην στοίβα. Εκεί χτυπάει πάντα, ό, τι φοβάσαι, εκεί θα χτυπήσει, με όλη του τη δύναμη, εκεί θα στοχεύσει για να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι σου. Να είσαι δυνατός όμως, να το αντέξεις. Θα το κάνεις στο τέλος, όπως έτσι κάνεις άλλωστε, όπως αντέχεις όλ’ αυτά που σε τρώνε κατά καιρούς και περιστάσεις, έτσι θ’ αντέξεις κι αυτή την ανάμνηση κι ας σου φαίνεται τώρα βουνό.
Είναι δύσκολο να θυμάσαι, γιατί είναι πάντα επίπονο να επιστρέφεις σε καταστάσεις που δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα γι’ αυτές. Διότι έτσι κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, έχουμε αυτό το κουσούρι ν’ αποθηκεύουμε στη μακροπρόθεσμη μνήμη τις δύσκολες αναμνήσεις της ζωής μας ενώ στη βραχυπρόθεσμη ό, τι μας έκανε ευτυχισμένους, τη στιγμή που μας έκανε ή πώς και γιατί μας έκανε!
Έτσι είναι οι άνθρωποι, αγαπάνε και δένονται πάντα μ’ αυτό που τους πονάει περισσότερο κι όχι επειδή θέλουν να πονάνε, να βασανίζονται, μα επειδή δεν έχει φτιαχτεί η ψυχή να αντέχει τα ανεκπλήρωτα, πάντα και παντού θα ψάχνει τέλη κι απαντήσεις.
Σαν την αγάπη που δεν είναι πάντα ρόδινη, δεν έχει μόνο καλά, ωστόσο, ναι, δημιουργήθηκε μονάχα απ’ αυτά. Μια θύμηση μπορεί να γίνει στην ψυχή του ανθρώπου είτε βάλσαμο, είτε βάσανο, αφού από τη μια θυμάσαι ότι το έζησες, το γεύτηκες, αλλά από την άλλη το έχασες κι ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι ανέφικτο να το ξανά ζήσεις, να το ξανά διεκδικήσεις ή να το διορθώσεις, ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει. Αυτό είναι που σε βασανίζει περισσότερο, αυτό είναι που σε ταλαιπωρεί, αυτό είναι που σε τρώει. Το γεγονός ότι δε θα μπορείς να το διορθώσεις, να το αλλάξεις, να το τελειώσεις, να το φέρεις σε μια μορφή πλήρη και κατανοητή για σένα.
Και τα λάθη αδιόρθωτα και μόνιμα, τα οποία όσο και να θέλει ή προσπαθεί κάποιος να διορθώσει, πολλές φορές η ζωή είναι τόσο αμετάβλητη που δεν είναι ικανή να δώσει αυτή την ευκαιρία. Γιατί βλέπεις, έτσι είναι. Σε διδάσκει. Σε σκληραγωγεί. Άφησε τον εαυτό σου να γίνει έρμαιο της θύμησης, δεν είναι κακό- και ξέρεις γιατί δεν είναι; Γιατί πάνω απ’ όλα, είναι ένα κομμάτι της ζωής σου, είναι ένα δικό σου πεπραγμένο, μια δική σου επιλογή. Και στην τελική ποιος τσαλαπατάει τα κομμάτια του; Ποιος τα αφήνει σκόρπια, παραμελημένα κι απεριποίητα;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου