Μια βόλτα αρκεί. Μια βόλτα με τον εαυτό μου και με όλους αυτούς τους άγνωστους που γυροφέρνουν στην παραλιακή. Εκείνα τα ξεχασμένα ζευγάρια στα παγκάκια, αυτόν τον περίεργο κύριο που μιλάει μόνος του, τους μπροστινούς μου που τρέχουν για δυο λεπτά και περπατάνε δεκαπέντε μιλώντας για τα υπαρξιακά τους.
Αρκεί μια βόλτα για να παρατηρήσω όλα αυτά τα επιφανειακά και να καταλάβω ότι δε με ενδιαφέρουν ούτε στο ελάχιστο. Και μετά θυμάμαι εσένα κι εκείνη τη βόλτα που μιλούσες για τον εαυτό σου και όλα αυτά που θεωρείς σπουδαία. Όλα εκείνα τα «επιτεύγματά» σου. Θυμάμαι τον τρόπο που μιλούσες, λες και είχες βάλει κασέτα. Λες και τα είχες πει τόσες φορές που πλέον δεν υπήρχε κανένας ενθουσιασμός στις λέξεις σου.
Δε με νοιάζει η δουλειά σου. Με νοιάζει το αν έχεις κάποιο πάθος, αν ζεις μονάχα για κάτι. Αν υπάρχει κάτι στη ζωή σου που σε ωθεί να τη ζεις και να την ομορφαίνεις. Δε με νοιάζει η ηλικία σου. Με νοιάζει το αν είσαι διατεθειμένος να φανείς χαζός και ανώριμος για έναν έρωτα, για τα όνειρά σου, για τις πιο μεγάλες σου επιθυμίες.
Δε με νοιάζει αν η ιστορία σου είναι αληθινή. Δε με νοιάζει αν την έχεις βγάλει από το κεφάλι σου. Με νοιάζει όμως το αν προτίθεσαι να πεις ψέματα σε κάποιον για να παραμείνεις αληθινός σε σένα. Με νοιάζει το αν μπορείς να δεχτείς την προδοσία, αλλά να μην προδώσεις την ψυχή σου.
Δε με νοιάζει ποιοι πλανήτες κυκλώνουν το φεγγάρι σου. Τα ζώδια δε μαρτυράνε χαρακτήρες. Με νοιάζει το αν έχεις κάτσει με τη μοναξιά σου. Με νοιάζει το αν έχεις ακουμπήσει τη λύπη σου, αν έχεις αποδεχθεί τις τραγωδίες σου. Αν έχεις κάνει απολογισμό συναισθημάτων, αν έχεις φοβηθεί με τη δύναμη που κρύβεις.
Θέλω να ξέρω αν είσαι χαρούμενος. Πραγματικά χαρούμενος. Αν χαίρεσαι με τη χαρά τη δική σου και τη χαρά τη δική μου. Αν χορεύεις χωρίς να σε νοιάζει που δεν προσέχεις, που έχεις ρίξει τα τείχη σου, που δεν είσαι πλέον στα τυπικά όρια μιας ανθρώπινης ύπαρξης.
Θέλω να ξέρω αν μπορείς να συμφιλιωθείς με τον πόνο σου. Το δικό μου και το δικό σου, χωρίς να προσπαθήσεις να τον κρύψεις. Χωρίς να τον καμουφλάρεις, χωρίς να τον μετακινείς. Να τον κοιτάξεις κατάματα και να ξέρεις ότι δεν τον φοβάσαι.
Δε με νοιάζουν τα λεφτά που βγάζεις. Δε με νοιάζουν οι γνωριμίες σου, ούτε πώς κατάφερες να φτάσεις εδώ που είσαι. Με νοιάζει το αν θα είσαι διατεθειμένος να απλώσεις το χέρι σου όταν χρειαστεί, αν θα κάνεις στην άκρη τον εγωισμό σου για να βοηθήσεις, αν θα καταφέρεις να δώσεις τον εαυτό σου ώστε να μπορέσει να βρει κάποιος άλλος το δικό του.
Θέλω να ξέρω τι σε κάνει έξαλλο, τι σε ηρεμεί, τι σε πείθει να μείνεις όταν όλοι φεύγουν. Θέλω να ξέρω αν μένεις μόνος με τον εαυτό σου και αν στ’ αλήθεια αγαπάς την παρέα που σου κρατάς σε εκείνα τα κενά λεπτά. Σε εκείνες τις κενές ώρες.
Θέλω να μάθω παραπάνω απ’ αυτά που λες. Θέλω να δω πίσω από λόγια, πίσω από μάτια και χαμόγελα. Η επιφάνεια σπάνια σε δικαιώνει. Θέλω να δω πώς είναι να μου μιλάει το μέσα σου. Να δω πώς συγχρονίζονται καρδιά και μυαλό, να μεταφράσω εκείνο το «τακ-τακ», που αυξάνεται όσο περισσότερο πλησιάσω το κεφάλι μου για να ακούσω καλύτερα.
Θέλω να διαβάσω τις σκέψεις που γράφεις σε εκείνα τα χαρτιά πριν κοιμηθείς, να ξέρω τα όνειρα και τις φοβίες σου. Να σε καταλαβαίνω πριν καν μου μιλήσεις, να με καταλαβαίνεις πριν καν σου μιλήσω. Να κοιτάζω μάτια και να βλέπω ψυχή, να φωνάζεις λέξεις και να ακούω συναίσθημα. Να ξέρω τι ζητάς, να ξέρεις τι σου δίνω. Να μη βάζουμε όρια σε τίποτα, να έχουμε φρένα αλλά να μην τα χρησιμοποιούμε.
Και όταν φτάσουμε στο τέρμα, να πάμε άλλη μια βόλτα. Να σε ξαναρωτήσω για σένα. Αυτή τη φορά όμως η κασέτα σου δε θα υπάρχει. Θα μιλάς για τη ζωή σαν να μην την έχεις ζήσει ακόμη. Σαν να περιμένεις ανυπόμονα στην ουρά, σαν να σε εμπόδιζε κάποιος τόσα χρόνια να υπάρχεις.
Και τότε θα ξέρω ότι έφερα στη ζωή μου αυτό που πάντα ζητούσα. Θα ξέρω ότι από ‘κει και πέρα θα είσαι το πιο όμορφο επίτευγμά μου. Θα είσαι η ζωή μου και θα μιλάω για σένα λες και δε σε έχω ζήσει ακόμη.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Κατερίνα Κεχαγιά