Εκθέσεις. Όλη η ζωή μας εκθέσεις. Σκέψου λίγο. Πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος. Εκθέσεις κι οι άνθρωποί μας. Εκείνοι οι πολύ σημαντικοί μας, ακόμη κι οι άλλοι, οι αδιάφοροι. Ξεκινούν με ματιές και χαμόγελα, χωρίς λόγια. Και τι να τα κάνεις τα λόγια, αλήθεια, όταν έχεις φτάσει στο τέλος της πρώτης παραγράφου μ’ ένα μόνο κοίταγμα;

Σπάνιο πράγμα, δε λέω. Να βρεις άνθρωπο πολλά υποσχόμενο. Να τον δεις, να καταλάβεις. Να μην τρέξεις να τα γράψεις όλα, μέχρι τον επίλογο. Να μη βιαστείς να τον ζήσεις μέσα σε μερικές γραμμές. Ν’ αφήσεις χώρο και γι’ αυτόν. Και για τις δικές του τις προτάσεις. Κι αυτό το «πολλά υποσχόμενο» να ‘ναι εκεί, σ’ όλη την έκθεση.

Σπάνιο πράγμα να σου τύχει έκθεση χωρίς λάθη. Στη συνοχή, στην ορθογραφία, στη στίξη. Σπάνιος κι ο άνθρωπος εκείνος, ο πρωταγωνιστής της. Να μπει στην ιστορία, να περάσει τον πρόλογο, να μείνει στο κυρίως. Να ‘ναι εκεί για σελίδες ολόκληρες, χωρίς να θέλει να σκεφτεί επίλογο. Κι αν τον σκεφτεί ποτέ του, να πάει πάλι στο κυρίως. «Όχι άλλος πρόλογος, τα ζήσαμε αυτά» να σου φωνάζει. Έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι.

Όχι άλλος πρόλογος, λοιπόν. Τι να το κάνεις αυτό το «πολλά υποσχόμενο», αν δεν ξεκουνιέται να πάει δυο σειρές παρακάτω; Τι να τις κάνεις τις ματιές, τα χαμόγελα και τις συζητήσεις, όταν βλέπεις ότι η επανάληψη τον κουράζει τον αναγνώστη; Δεν υπάρχουν βιβλία με λευκές σελίδες, ούτε ιστορίες λειψές, με πρόλογο κι επίλογο. Στο κυρίως θέμα είναι το ζουμί, εκεί θα ‘πρεπε να επικεντρώνεται η έκθεσή σου.

Θέληση υπάρχει πάντα. Κι απ’ τους δύο πρωταγωνιστές, είναι γνωστό αυτό πλέον. Κανείς όμως δεν τραβάει τις λέξεις παραπάνω. Μένουν στην περίληψη μιας έκθεσης, με την ίδια επαναλαμβανόμενη εισαγωγή. Και στο τέλος, μένει ο ένας απ’ τους δυο να ‘χει κουραστεί απ’ την τόση επανάληψη και να καταντήσει αφηγητής της ίδιας του της ιστορίας. Μιας ιστορίας πολλά υποσχόμενης, που δε γέμισε ούτε το ένα τρίτο της σελίδας, επειδή ο συντάκτης της κουράστηκε στην πρώτη παράγραφο.

Πόσο ειρωνικό. Να φτάσουν εκείνοι οι δυο σε σημείο να τα παρατήσουν πριν καλά-καλά αρχίσουν. Όχι επειδή δεν τα πήγαιναν καλά, όχι επειδή έβλεπαν τέλος στην αρχή. Επειδή δεν είχαν τόλμη. Επειδή φοβήθηκαν τις εξελίξεις, επειδή κιότεψαν μπροστά στις τόσες λέξεις. Επειδή βολεύτηκαν στον πρόλογο.

Και μετά τι; Θα μείνει ο ένας απ’ τους δυο να χαζεύει μια λευκή σελίδα; Θα διαβάζει και θα ξαναδιαβάζει, μέχρι να μάθει απ’ έξω μια ιστορία λιγότερο από μισοτελειωμένη; Μάλλον. Μέχρι να βρει τα λάθη στη συνοχή και να βάλει άλλον συμπρωταγωνιστή. Όμως τώρα θα ‘ναι κάποιος που τις μεγάλες εισαγωγές δεν τις γουστάρει.

Θα τύχει να ‘ναι άνθρωπος που δεν του πάει ο πρόλογος. Θα τύχει να ‘ναι άνθρωπος που θα βιαστεί μόνο για ν’ ανήκει στο κυρίως. Ούτε επαναλήψεις, ούτε ανούσιες παράγραφοι. Κάθε γραμμή θα ‘ναι διαφορετική, σπάνια. Χωρίς προβλέψιμες καταλήξεις, χωρίς αναμενόμενο επίλογο. Κι αλήθεια, ίσως να μην σκεφτεί ποτέ επίλογο.

Τα προγραμματισμένα τέλη είναι γι’ ανθρώπους δειλούς, που αδυνατούν να προσπαθήσουν, που τρέμουν στην ιδέα μιας κατάληξης πολύ διαφορετικής απ’ αυτήν που είχαν φανταστεί. Που βολεύονται σ’ έναν πρόλογο, που το μόνο που έχει να τους προσφέρει είναι ένα κατά φαντασίαν μέλλον. Ένα μέλλον αδύνατο να φτάσουν, έναν άνθρωπο αδύνατο να κρατήσουν.

Εκθέσεις. Όλη η ζωή μας εκθέσεις. Σκέψου λίγο. Πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος. Με τους ανθρώπους εκείνους που υπάρχουν σε κάθε μας σελίδα και μ’ εκείνους που χάθηκαν κάπου στην αρχή μας. Μ’ όλους εκείνους που θα γεμίζουν τόμους ολόκληρους και μ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να φτάσουν καν στη δεύτερη παράγραφο.

Αν ποτέ σου τύχει τέτοιος άνθρωπος, μην πέσεις στην παγίδα. Μην παρασυρθείς από γέλια και κοιτάγματα. Οι πράξεις είναι που μετράνε. Και τα λόγια που ακολουθούν.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Μαριάννα Συμεωνίδη