Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε είδα. Καλοκαίρι ήταν ακόμη. Ήσουν μια αδιάφορη γνωριμία από κείνες που σκέφτεσαι «Καλό παιδί φαίνεται, αλλά εγώ μ’ αυτόν ποτέ». Κι υποτίθεται δε σε ενδιαφέρει η δική του άποψη. Μέχρι να καταλάβεις ότι ακριβώς το ίδιο είχε σκεφτεί κι εκείνος, με μια εναλλαγή στα πρόσωπα.
Κι άπαξ και το καταλάβεις, κάνεις σκοπό της ζωής σου να γίνεις η πιο ενδιαφέρουσα παρουσία που έχει περάσει ποτέ απ’ τη δική του. Ή τουλάχιστον αυτό έκανα εγώ.
Μου έτρωγε το μυαλό η σκέψη ότι σου περνάω παντελώς αδιάφορη. Ο εγωισμός μου βαρούσε κόκκινο κάθε φορά που αναφερόταν το όνομά σου. Ήθελα να με προσέξεις, έστω κι αν όλη αυτή μου η επιθυμία ήταν καθαρά για να τονωθεί το μέσα μου.
Δε μ’ αρέσει να περνάω απαρατήρητη. Πόσο μάλλον να περνάω απαρατήρητη από σένα, που ήσουν ό, τι πιο αδιάφορο είχα γνωρίσει. Που κανονικά δε θα έπρεπε να με νοιάζει. Που κανονικά θα έπρεπε να συνεχίσω να υποστηρίζω το «Εγώ μ’ αυτόν, ποτέ». Και να που η σκέψη μου γύρισε μπούμερανκ για να έρθει να κολλήσει στο «Ποτέ μη λες ποτέ».
Τον αγαπώ τον εγωισμό μου, είναι αλήθεια. Τον αγαπώ και τον προστατεύω με κάθε ευκαιρία. Δεν του επιτρέπω να θιχτεί. Δεν τον αφήνω να πέσει κάτω από τη μύτη μου. Δε γεννήθηκα εγώ ένα καταραμένα εγωιστικό πλάσμα για να έρθεις να με αλλάξεις εσύ! Εσύ που λιγότερο δε θα μπορούσες να νοιαστείς, εσύ που πιο πολύ ενδιαφερόσουν για το τσαλακωμένο σου παντελόνι παρά για μένα.
Ήθελα μόνο ένα σημάδι αναγνώρισης. Μόνο αυτό ζητούσα. Ήθελα να αναγνωρίσεις την προσπάθειά μου και μετά να φύγω ήσυχα. Δε θα σε ενοχλούσα, δε θα με ένοιαζε η ύπαρξή σου, θα έβρισκα κάτι καλύτερο να κάνω από το να βασανίζω το μυαλό μου για πάρτη σου.
Κι όταν έβλεπα ότι αυτό το σημάδι δεν ερχόταν, τότε πείσμωνα περισσότερο. Το έβρισκα άδικο να σ’ αφήνω να σουλατσάρεις στο κεφάλι μου όταν εγώ δεν περνούσα ούτε σαν κομπάρσος απ’ το δικό σου. Εγωιστικό ναι, αλλά τα είπαμε αυτά.
Δε μ’ αρέσει να χαζεύω ανθρώπους που ούτε καν με βλέπουν. Και κυρίως δε μ’ αρέσει να αναλώνομαι εκεί που όχι μόνο δεν το εκτιμούν, αλλά δεν το παρατηρούν καν. Με τρελαίνει αυτό το πράγμα, δε μ’ αφήνει σε ησυχία. Το «εγώ» μου φωνάζει λες και το περνάω από τούρκικα βασανιστήρια – γιατί εκτός από εγωίστρια είμαι και καταραμένα υπερβολική σε κάτι τέτοια.
Ήθελα να σε ενδιαφέρω. Ήθελα να βλέπεις μόνο εμένα, να ξυπνάς και να κοιμάσαι με τη σκέψη μου. Έστω κι αν αυτή ήταν απεχθής. Ήθελα να υπάρχω στο κεφάλι σου συνειδητά. Να μην είμαι κάτι φευγαλέο, να θες να με φέρεις στο μυαλό σου. Ήθελα να μη σου περνάω αδιάφορη!
Κι από ένα σημείο και μετά, έπεσα στην ίδια μου την παγίδα. Δεν ήθελα πλέον να τονώσεις το εγωιστικό κωλοπαίδι που έχω μέσα μου. Ήθελα εσένα και μόνο. Χωρίς παραπάνω απαιτήσεις απ’ αυτές που ήδη είχα. Με τη μόνη διαφορά ότι τώρα αυτό το εγωιστικό κωλοπαίδι μας άφησε χρόνους.
Και να που τώρα έφτασα σε σημείο να πληρώνω το τίμημα. Εσένα. Να μη θέλω πλέον να σου είμαι ενδιαφέρουσα. Να θέλω να σου είμαι απαραίτητη. Να σκέφτομαι εκείνο το «Εγώ μ’ αυτόν, ποτέ» και να γελάω με τα χάλια μου.
Να κατηγορώ εμένα που άφησα την εμμονή μου να γίνει επιθυμία.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Πωλίνα Πανέρη