Ποτέ δεν επικροτούσα τη δηθενιά. Αυτό το «μπροστά σου είμαι άψογος αλλά από πίσω σου σε έχω θάψει δέκα μέτρα κάτω απ’ τη γη» πάντα με ενοχλούσε. Κι επειδή είμαι του σκεπτικού ότι δεν πρέπει να κάνεις ό,τι δε θες να σου κάνουν, απέφευγα τέτοιου είδους συναναστροφές και τέτοιου είδους ανθρώπους.
Μέχρι που ξεκίνησα τις σπουδές μου. Μέχρι που μπήκα στο πανεπιστήμιο και κατάλαβα ότι ο κλειστός κύκλος του σχολείου δεν πιάνει μία μπροστά σ’ εκείνον τον τεράστιο των φοιτητών. Αυτών των εν δυνάμει ενηλίκων, τέλος πάντων. Και το θέμα είναι ότι αυτή η δηθενιά δε μένει μόνο στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα, όχι βέβαια. Ο κόσμος είναι γεμάτος από δαύτη. Απλά εγώ ήμουν πολύ μικρή ίσως για να το καταλάβω.
Όλες οι συναναστροφές μας, οι κοινωνικές κυρίως, περιστρέφονται γύρω από κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Να γινόμαστε αρεστοί και συνεπώς επιθυμητοί σε μια παρέα, να εκλύουμε ασφάλεια κι εμπιστοσύνη, να είμαστε δοτικοί, να ακούμε, να βρίσκουμε λύσεις, να συζητάμε. Υπάρχει βέβαια και μία μέσα στις τόσες, που είναι πλέον η πιο διασκεδαστικά νοσηρή απ’ όλες. Αυτή του τύπου «δε συμπαθιόμαστε μία, αλλά αν τύχει και βρεθούμε έξω θα φιληθούμε σταυρωτά και θα κανονίσουμε καφέ».
Και γιατί να γίνεται αυτό, αλήθεια; Αφού υποτίθεται δε μας νοιάζει τι θα σκεφτεί εκείνο το άτομο. Δεν το συμπαθούμε, δε μας συμπαθεί. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία και το γνωρίζουμε κι οι δύο. Γιατί λοιπόν να σπαταλήσουμε χρόνο κι ενέργεια για να κάνουμε ότι μας νοιάζει έστω και λίγο η ζωή εκείνου ή εκείνης; Γιατί ενώ τη δηθενιά τη σιχαινόμαστε, καταλήγουμε οπαδοί της;
Ούτε απάντηση έχω πάνω σ’ αυτό ούτε καίγομαι να βρω. Δεν είναι ότι ξεχάσαμε ξαφνικά όλες μας τις σταθερές και τα ιδανικά και γίναμε αυτά που κοροϊδεύαμε, όχι. Ούτε παρασυρθήκαμε στο βωμό της κοινωνικοποίησης και θυσιάσαμε χαρακτήρα και μυαλό, με αίμα παρθένας ένα βράδυ με πανσέληνο κι έκλειψη σελήνης ταυτόχρονα.
Λες και με νοιάζει εμένα τι έκανε και με ποιον το Μαράκι απ’ τη σχολή, πριν τρεις μήνες που είχε πάει στον κολλητό της στις Σέρρες. Λες κι αν δε μάθω για τη ζωή και το έργο της, θα ξυπνάω κάθε βράδυ ιδρωμένη σε κάνα δάσος στη μέση του πουθενά. Δεν είναι ανάγκη αυτό. Δεν έχουμε ανάγκη να συναναστρεφόμαστε με ανθρώπους που θεωρούμε αδιάφορους. Πόσο μάλλον να συναναστρεφόμαστε με ανθρώπους που δε συμπαθούμε.
Αυτό που έχουμε ανάγκη –αν όχι όλοι τότε κάποιοι– είναι να είμαστε αρεστοί απ’ τον κοινωνικό μας περίγυρο. Κι αν όχι αρεστοί, τουλάχιστον όχι ανεπιθύμητοι. Κι εγώ και το Μαράκι απ’ τη σχολή, που δε συμπαθιόμαστε, ξέρουμε ότι ποτέ δε θα πάμε για εκείνον τον καφέ, όσες φορές κι αν πετύχουμε η μία την άλλη έξω και πούμε αυτό το τυπικό «να κανονίσουμε να βγούμε!».
Όχι και πάλι όχι. Δε θα κανονίσουμε, δε θα βγούμε, δε θα πούμε τα νέα μας. Θα αρκεστούμε μόνο στην τυπικότατη σχέση που μας προσάπτει το γεγονός ότι είμαστε συμφοιτήτριες και που προτιμότερο είναι να λέμε ένα «γεια» πού και πού παρά να μαλλιοτραβιόμαστε κάθε φορά που είμαστε στο ίδιο αμφιθέατρο.
Κι αυτό έρχεται να απαντήσει μερικώς στο «γιατί να προσποιούμαστε ότι μας νοιάζει η καθημερινότητα κάποιου που δε συμπαθούμε;». Δεν είναι ότι κάνουμε και την τρελή προσπάθεια να δώσουμε την εντύπωση ότι ενδιαφερόμαστε. Ή ίσως και να την κάνουμε. Απλά τις περισσότερες φορές, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν φυσικά.
Θέλουμε να είμαστε αρεστοί, θέλουμε να έχουμε κάποια ευχέρεια ανάμεσα στις κοινωνικές μας συναναστροφές, ή τουλάχιστον να περνάμε και να μην ακούμε ψίθυρους και σχόλια πίσω απ’ την πλάτη μας.
Γινόμαστε επιλεκτικά δήθεν κι αυτό δε μας κάνει απόλυτα διχασμένους. Προσπαθούμε να «επιβιώσουμε» μέσα σε μια κοινωνία που το πρώτο μέλημα του άλλου είναι ή πώς να σε πλησιάσει για να αποσπάσει από ‘σένα αυτά που θέλει και μετά να κόψει τις γραμμές επικοινωνίας, ή να αδιαφορήσει για την ύπαρξή σου. Εσύ επιλέγεις τι απ’ τα δύο θέλεις να έχεις. Όπως επίσης επιλέγεις κι αυτό που οι άλλοι θα έχουν από ‘σένα.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Πωλίνα Πανέρη