5:00 το χάραμα και ο ύπνος μοιάζει κάτι απρόσιτο. Παρακολουθώ τις σκιές στα παράθυρα των απέναντι πολυκατοικιών, αυτές τις λιγοστές σκιές που κάνουν παρέα στη δικιά μου. Πόσο βαρετή σκιά πρέπει να έχω. Η μόνη της κίνηση είναι από αυτήν του χεριού μου που φέρνει το τσιγάρο στο στόμα και μετά το αφήνει στο τασάκι. Το αφήνει εκεί, να σιγοκαίγεται μόνο του και στο τέλος να σβήνει αφήνοντας μια γραμμή στάχτης πάνω στις ήδη υπάρχουσες.

Άραγε έτσι να γίνεται και με την επιθυμία; Να μας κάνει να καιγόμαστε μόνοι μας και στο τέλος να σβήνει κάνοντάς μας στάχτη; Και μετά τι; Δεν είμαστε τσιγάρα οι άνθρωποι. Δεν τελειώνει η ζωή μας με το τέλος της πιο δυνατής μας επιθυμίας.

Είναι δύσκολο να αφήνεις επιλεκτικά την επιθυμία σου να φύγει. Να καεί, να γίνει στάχτη και ο καπνός του να σκορπίσει τριγύρω. Κι αν έχει αέρα ακόμη χειρότερα. Η στάχτη διαλύεται σε μικρούς-μικρούς κόκκους που μπορεί να μην τους βλέπουμε αλλά υπάρχουν. Μέσα στο σπίτι, στα έπιπλα, πάνω μας.

Αν είμαστε πολύ προσεκτικοί μπορούμε να τους εντοπίσουμε και να τους ρουφήξουμε με την ηλεκτρική αλλά και πάλι δε θα πάψουν να υπάρχουν, θα είναι πάντα κάπου εκεί, να μας θυμίζουν τι χάσαμε ή τι δεν καταφέραμε ποτέ ν’ αποκτήσουμε.

Πόσο πλήρεις θα μας έκανε αυτή η κτητικότητα. Να είχαμε το δικαίωμα να αποκαλέσουμε κάποιον δικό μας. Να μην αρκούμασταν στην επιθυμία του. Να τον τραβούσαμε από το χέρι και να τον τοποθετούσαμε δίπλα μας. Χωρίς πιέσεις και λόγια έντονα. Απλά με μια κίνηση να καταφέρναμε μια κάποια μονιμότητα.

Θέλει κότσια αυτή η μονιμότητα. Θέλει κότσια να μη μείνουμε μόνο στη θέληση, αλλά να προχωρήσουμε και στην πραγματοποίηση. Θέλει όμως και κότσια να μείνουμε με την επιθυμία. Μόνοι μας, με τις σκέψεις και τα όνειρα μιας πλέον μακρινής ουτοπίας.

Μιας ουτοπίας που δεν ήμασταν στη θέση να διεκδικήσουμε. Και που αυτή η καταραμένη γυρίζει στο κεφάλι μας, κάνει γκέλες, στριφογυρνάει και ταρακουνάει τον παιδαριώδη μας εγωισμό. Αυτόν τον εγωισμό που κάθεται με σταυρωμένα χέρια και στραβωμένη φάτσα και δεν παίρνει από λόγια. Κάνει σαν αυτά τα παιδάκια που κλείνουν τα αυτιά τους και φωνάζουν πάνω στη φωνή σου για να μην ακούσουν αυτά που δε θέλουν.

Έχει πάει 6:30 και εγώ ακόμη παρακολουθώ τα τσιγάρα που σβήνουν το ένα πίσω από το άλλο και αφήνουν την ίδια ποσότητα στάχτης στο τασάκι μου. Η σκιές δε φαίνονται καλά πλέον. Έχει αρχίσει να ξημερώνει. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων γίνεται ολοένα και πιο έντονος, η πόλη αρχίζει να μπαίνει στον καθιερωμένο της ρυθμό.

Το σπίτι γεμίζει από ήχους, εξωτερικούς ήχους. Η σιωπή των προηγούμενων ωρών αντικαθίσταται από τη φασαρία του δρόμου και της κίνησης. Μια φασαρία που έρχεται και αντικρούει τη σιγή που επικράτησε με το τέλος της επιθυμίας.

Δεν έχει σημασία που αυτή η επιθυμία ήρθε πανηγυρικά, με φωτιές και πυροτεχνήματα. Ούτε που κατά τη διαμονή της σιγόκαιγε το κάθε μας εκατοστό. Ήρθε, μας λαμπάδιασε και έφυγε. Έτσι ήρεμα, φαινομενικά ανώδυνα, σιωπηλά. Άφησε πάνω μας τα σημάδια της, τη στάχτη των τσιγάρων που κάηκαν για πάρτη της, τον καπνό που θόλωνε το γαμημένο σκεπτικό μας.

Ο ήλιος έχει κάνει για τα καλά την εμφάνισή του. Όλες οι σκιές έχουν χαθεί. Όλες οι επιθυμίες μένουν πίσω από αμπαρωμένες πόρτες και παράθυρα. Τίποτα να μη μαρτυρά την ύπαρξή τους. Τίποτα να μην τις προδίδει. Οι άνθρωποι φορούν τα καθημερινά τους προσωπεία, φορούν τα χαμόγελά τους και βγαίνουν. Άλλοι για να ξεχαστούν, άλλοι για να πάνε βόλτα το θιγμένο τους εγώ.

Μέχρι να έρθει το βράδυ. Μέχρι να ξαναφανούν οι σκιές, αυτές οι ίδιες σκιές με χθες. Μέχρι να ανάψουν πάλι οι επιθυμίες και να σβήσουν έτσι αργά και βασανιστικά με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια αποτσίγαρα, με την ίδια ανατολή. Μέχρι να γεμίσει το τασάκι και η φασαρία του έξω κόσμου να θυμίσει τον άδικο χαμό κάθε πανηγυρικού μας «θέλω».

 

Συντάκτης: Μαριάννα Συμεωνίδη