Ζήτημα συνήθειας. Κι εγώ κι εσύ. Ζήτημα ασφάλειας. Κι εγώ κι εσύ. Συνήθισα σε ‘σένα, συνήθισες σε μένα. Μόνο σε μένα. Μπαλάκι οι ανασφάλειές μας, μια στα μάτια μου, μια στα δικά σου. Και πού καταλήξαμε; Να χάσουμε την ασφάλεια μαζί με τη συνήθεια. Να έχουμε άλλα πια να κοιτάμε. Τοίχους, ταβάνια. Κι άλλα μάτια.
Κι εγώ που νόμιζα ότι ήμασταν ζήτημα φωτός. Παντού και πάντα. Έτσι δε λέγαμε; Αλλά όχι, συνήθεια ήμασταν. Δυο άνθρωποι μέσα σε μια καμουφλαρισμένη ρουτίνα. Μέσα στην ασφάλεια και στην ανασφάλειά μας. Μέσα στα λόγια και στα όμορφα υποκοριστικά. Μέσα στα κοινά βράδια. Μέσα στις κοινές ζωές.
Κι είναι δύσκολο να ξεμάθεις, ξέρεις. Μας έμαθε ο τόσος καιρός να είμαστε ο ένας για τον άλλον. Μου έμαθε ο τόσος καιρός να είμαι αυτή που θα σε βρίζει που κυκλοφορείς με τα παπούτσια στο σπίτι, σου έμαθε ο τόσος καιρός να είσαι αυτός που θα ξενερώνει που θέλω να κάτσουμε πάλι μέσα.
Συνήθεια, μάτια μου. Και πώς να μάθω ξαφνικά σε μια απουσία που ευχόμουν να αποφύγω; Και πώς να μάθω ξαφνικά να νιώθω μόνη μου ανασφαλής; Το ξέρω ότι θα τα βρω με μένα στην πορεία. Το ξέρω ότι κάποια στιγμή θα σταματήσει το χέρι μου να πατάει μηχανικά το νούμερό σου. Το ξέρω ότι κάποια στιγμή θα σταματήσω να μπαίνω σπίτι και να σε φωνάζω. Τα ξέρω όλα αυτά. Απλά θα ήταν ευκολότερο να μπορούσα να πάω κατευθείαν στο τέλος τους, κατάλαβες;
Γιατί ξεχνάω. Ώρες-ώρες ξεχνάω ότι έχουν περάσει τόσοι μήνες που ξυπνάς και το πρώτο πρόσωπο που βλέπεις δεν είμαι εγώ. Ώρες-ώρες ξεχνάω ότι έχουν περάσει τόσες δεκάδες μέρες που μπαίνω στο μπάνιο και δε βλέπω την οδοντόβουρτσά σου δίπλα στη δική μου. Ώρες-ώρες σκέφτομαι όλα αυτά που το «μαζί» μας είχε συνηθίσει. Και μετά επικεντρώνομαι στο «είχε». Και θυμάμαι.
Γαμημένη συνήθεια. Γαμημένη ίδια καθημερινότητα. Να ξυπνήσω, να κάνω καφέ, να ανάψω τσιγάρο και να περιμένω να ανταλλάξω δυο κουβέντες με έναν άνθρωπο. Ίσως τον δικό μου άνθρωπο, αλλά νομίζω οι προτιμήσεις στην παρούσα φάση δε βοηθάνε. Γιατί στην παρούσα φάση, πριν από τη λέξη «άνθρωπος», σίγουρα δεν πάει το «δικός μου».
Και τι να το κάνω; Αν είναι να μένω μόνο στην απουσία σου ξεχνώντας αυτά που έφερνες με την παρουσία σου, τότε ας μη συνήθιζα σε ‘σένα εξ αρχής. Ας έμενα μόνο με τα περιστασιακά μου. Ας καθόμουν σπίτι με το φόβο ότι θα δεθώ και θα νιώσω και θα εκτεθώ. Ας έτρεμα μόνο και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να πληγωθεί το μέσα μου κι ας έκανα πέρα ό,τι σημαντικό ερχόταν στη ζωή μου.
Έτσι θα ‘χα τον εγωισμό μου σιγουράκι. Πάντα σε προνομιούχα θέση, πάντα άθικτο και περήφανο. Μην και πέσει λίγο κάτω απ’ τη μύτη μου, μην και καταλάβω ότι αξίζει τελικά να τον δώσω αμαχητί. Μην και φανώ ευάλωτη κι αυτά που έδωσα χρησιμοποιηθούν εναντίον μου.
Και τι θα κέρδιζα με όλα αυτά αλήθεια; Μόνο έλλειψη. Ανθρώπου, αισθήματος, ακόμη και συνήθειας. Γιατί από ένα σημείο και μετά τη ζητάμε την πουτάνα τη συνήθεια. Κι όταν την αποκτήσουμε και ξαφνικά χαθεί, θα ‘μαστε εμείς αυτοί που θα σπαράζουμε για την απουσία της.
Συνήθεια λοιπόν. Σαν τους ανθρώπους κι αυτή, σαν κι εσένα, έρχεται και φεύγει, γεμίζει και αδειάζει. Την έχουμε για κακό όταν τη ζούμε, μα μόλις τη διώξουμε και στερέψουν τα γύρω μας από δαύτην, θα κατηγορούμε εμάς τους πλεονέκτες που δεν της δώσαμε τη σημασία που της έπρεπε. Και θα πρέπει να μάθουμε πάλι στο «χωρίς» της.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Πωλίνα Πανέρη