1960-1970. Όμορφη δεκαετία. Όχι ότι την έζησα, αλλά έτσι τη φαντάζομαι. Όμορφη, γεμάτη χρώμα, μουσικές, χορό, συναίσθημα. Πολύ θα ‘θελα να ζούσα τότε. Νομίζω δε μου πάει η εποχή μου. Τους ζηλεύω εκείνους τους μεγάλους που την έζησαν. Τότε που η τεχνολογία δεν ήταν το κυρίαρχο στοιχείο, τότε που οι άνθρωποι έβγαιναν, χόρευαν, φλέρταραν και περνούσαν πραγματικά καλά. Που υπήρχε ρομάντζο κι οι σχέσεις ήταν πιο ειλικρινείς, πιο αληθινές.
Τα περίεργα, καλοχτενισμένα μαλλιά, τα προσεγμένα ρούχα, το rock and roll, ο κινηματογράφος, η ποίηση. Όλα αυτά που ‘δωσαν χαρακτήρα σ’ εκείνη την εποχή ζηλεύω. Δεν είναι ωραίο που πλέον τα ‘χουμε όλα δεδομένα. Δεν είναι όμορφο που πλέον ζούμε για ένα παραπάνω like.
Οι άνθρωποι εκτιμούσαν τότε. Δεν είχαν περάσει κι εύκολα τα προηγούμενα χρόνια, είναι η αλήθεια. Αλλά ήξεραν ότι τα χειρότερα πέρασαν κι είχαν κάθε λόγο να γιορτάζουν. Είχαν κάθε λόγο να εκτιμήσουν κάθε μικρή χαρά της μέρας τους.
Η νεολαία είχε μπει δυναμικά στο προσκήνιο, ζούσε πιο ελεύθερα, πιο ξέγνοιαστα, πιο δημιουργικά ίσως. Οι χίπις είχαν κάνει την εμφάνισή τους, αφήνοντας κι εκείνοι το στίγμα τους στην εποχή. Οι αλάνες γέμιζαν παιδιά τ’ απογεύματα, τα πάρκα ξεχείλιζαν φωνές και γέλια τα βράδια. Οι πόλεις ήταν ζωντανές, σαν τους ανθρώπους τους.
Με πιάνει μια περίεργη λησμονιά κάθε φορά που βλέπω μια ταινία του τότε, πόσο μάλλον όταν ακούω ιστορίες απ’ τους μεγαλύτερους. Τους ζηλεύω που ‘χουν τόσο όμορφες ιστορίες να λένε. Πώς γνώρισαν την αγάπη τους, πώς διασκέδαζαν, ακόμη και το πώς ηχογραφούσαν σε κασέτες την αγαπημένη τους ραδιοφωνική εκπομπή.
Έπαιρναν ρίσκα τότε οι άνθρωποι. Διεκδικούσαν. Δεν κρύβονταν πίσω απ’ την ασφάλεια μιας οθόνης. Έγραφαν γράμματα, έκαναν καντάδες, χάζευαν με τις ώρες τ’ αστέρια, τη θάλασσα κι εκείνους που ‘χαν απέναντί τους, γιατί αυτό ήταν το καλύτερο σημείο της μέρας τους.
Ανυπομονούσαν να κάτσουν όλοι μαζί για εκείνη τη μία ώρα μπροστά στο «ηλεκτρονικό κουτί», για να παρακολουθήσουν τη μοναδική τηλεοπτική σειρά που ‘παιζε και μετά να στολιστούν και να βγουν για την καθιερωμένη τους βόλτα.
Ζούσαν για ‘κείνες τις βόλτες. Ζούσαν για το φλερτ, το χορό και τον ενθουσιασμό. Ζούσαν με τον αέρα της αλλαγής, της ανανέωσης. Ζούσαν για τους ίδιους κι ήταν ελεύθεροι μέσα τους. Ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο.
Οι τέχνες ήταν σ’ έξαρση. Η ποίηση, με τη γενιά του ‘30 να σημειώνει δημιουργικές κορυφώσεις, η μουσική να υποδέχεται τους Beatles, το θέατρο ν’ ανθίζει κι η έβδομη τέχνη να προβάλλει το λαϊκό φολκλόρ, ως κατεξοχήν αναγνωριστικό στοιχείο της σύγχρονης Ελλάδας στο εξωτερικό.
Κι ίσως αυτό να ζηλεύω περισσότερο σ’ εκείνους τους ανθρώπους. Που υπήρξαν ενεργά μέσα σ’ όλες αυτές τις εξελίξεις κι όχι που ‘χουν απλώς να λένε γι’ αυτές, αλλά που τις έζησαν και τις θυμούνται ως στοιχείο της ζωής τους. Κι είναι κρίμα που πλέον τα περισσότερα απ’ αυτά έχουν χαθεί, κυρίως τα αισθήματα.
Πολύ κρίμα που ο ενθουσιασμός είναι πλέον κάτι σπάνιο, που τα πιο όμορφα «τότε» έγιναν τα πιο αδιάφορα «τώρα». Που οι περισσότερες σχέσεις έχουν καταντήσει ανούσιες, που ‘χουμε επιτρέψει να χαθεί ο ερωτισμός και τον αντικαταστήσαμε μ’ άχαρες αναρτήσεις. Κρίμα που πέρασε τόσο γρήγορα εκείνη η εποχή. Και κυρίως κρίμα, για ‘κείνους που την έζησαν και τώρα υπάρχουν μέσα σ’ αυτήν την απρόσωπη καθημερινότητα.
Αλλά ακόμη κι έτσι, τους ζηλεύω. Γιατί ακόμη κι αν έχασαν τα ωραία της εποχής τους, ξέρουν μέσα τους ότι έζησαν στην ομορφότερη, έχοντας να θυμούνται ενθουσιασμούς, διασκέδαση κι όνειρα. Να τα νοσταλγούν και να ελπίζουν ότι οι εποχές θ’ αλλάξουν, όχι μόνο για ‘κείνους, αλλά πιο πολύ γι’ αυτούς που αφήνουν πίσω τους.
Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Ιωάννα Κακούρη