Οι καλύτερες ιστορίες αγάπης κρύβονται μέσα μας. Είναι εκείνες που δε γράφτηκαν σε κανένα ποίημα, σε κανένα στίχο τραγουδιού και σε κανένα μυθιστόρημα. Είναι όλες εκείνες που αφήσαμε ν’ αφηγηθεί η φαντασία μας σ’ εμάς τους ίδιους, όταν καρτερούσαμε την αγάπη. Τότε που κάθε μέρα που ξημέρωνε, ήταν άλλη η πλοκή της ιστορίας, άλλο το σενάριο. Τότε που ο έρωτας δεν είχε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο κι ένα συγκεκριμένο όνομα, αλλά ήταν ο πιο δυνατός που ‘χαμε ζήσει. Και δεν είχε έρθει ακόμα!

Μιλώ για ‘κείνες τις στιγμές που μέσα μας ονειρευτήκαμε την τέλεια συνάντηση, τις ωραιότερες ατάκες που ακούσαμε ποτέ κι εκείνο το βλέμμα που ποτέ άλλος δεν μας κοίταξε έτσι. Που κάναμε μέχρι συνομιλίες ολόκληρες με το ιδανικό μας ταίρι και που ήμασταν σχεδόν βέβαιοι ότι η μέρα που θα το συναντήσουμε δε θ’ αργήσει να ‘ρθει. Εκείνες τις στιγμές που ευχηθήκαμε όσο τίποτ’ άλλο να εξελισσότανε σ’ αληθινές κι η ζωή να μας χάριζε εκείνη την αγάπη. Την αγάπη που μας χρωστούσε.

Την αγάπη, λένε, μπορείς να τη συναντήσεις στα πιο απίθανα μέρη. Τι γίνεται όμως μ’ εμάς που ‘χουμε φθάσει για την πάρτη της σ’ αυτά τα πιο απίθανα μέρη κι εκείνη άφαντη; Και μην αρχίσεις σαν κάποιους κι εσύ να λες πως «δεν την αξίζεις» ή ότι πρέπει να τη «ζητήσεις απ’ το Θεό και το σύμπαν μ’ όλο σου το είναι». Να ζητήσεις τι; Τ’ αυτονόητο;

Έφτιαξε τον Αδάμ κι ήξερε πως χωρίς παρέα δε θ’ άντεχε στον παράδεισο. Και να σου κι η Εύα! Πού; Στον παράδεισο! Φαντάσου εμάς στη γη, που ένα ζόρι μεγαλύτερο το τραβάμε ή το «τραβήξαμε», όσο περιμέναμε να ‘ρθει τ’ αυτονόητο. Η δική μας συντροφιά. Όχι η δανεική, η ιδανική.

Γιατί την αξίζουμε ρε γαμώτο! Για όλες εκείνες τις στιγμές που μας διέλυσαν, για όλη την υπομονή που κάναμε, για εκείνες τις στιγμές που μας ρουφούσαν κάθε θετικό vibe από μέσα μας, που γίναμε ένα με το πάτωμα και που σηκωθήκαμε ξανά το πρωί αντικαθιστώντας το χαμόγελό μας μ’ ένα ξερό μειδίαμα. Που επιβιώσαμε. Που αντικρίζαμε γύρω μας τα συντρίμμια των λανθασμένων επιλογών μας, που προδοθήκαμε και παρ’ όλα αυτά εμπιστευτήκαμε ξανά τα λόγια ενός νέου έρωτα και δυο νέα χέρια να μας ακουμπήσουν. Και φάγαμε τα μούτρα μας πάλι.

Κι όμως, στην αγάπη δεν πάψαμε να πιστεύουμε. Μόνο στους εαυτούς μας, γι’ αυτό τ’ αφήσαμε όλα πάνω σου, ζωή. Πάψαμε να επιλέγουμε κι αφεθήκαμε σ’ εσένα. Να διαλέξεις εσύ μια φορά, να μας φέρεις τη δική σου ιστορία αγάπης. Αυτή που εμείς δε θα κάνουμε τίποτα για ν’ αρχίσει, που όλα θα κυλούν αβίαστα και που όσο αταίριαστες κι αν μοιάζουν οι δυο ψυχές, θα γίνουν η μια τ’ αποκούμπι της άλλης.

Μια ιστορία αγάπης απ’ αυτές που αποτελούν πηγή έμπνευσης γι’ ατελείωτα άρθρα, σημειώματα αγάπης σε μαξιλάρια και λόγια μεγάλα που θα ‘ναι πέρα για πέρα αληθινά. Που θα μονοπωλεί το βλέμμα, τ’ άγγιγμα, την καρδιά και τη σάρκα και που όμοιά της δε θα ‘χουμε ξαναζήσει.

Μια ιστορία που δυο άνθρωποι θ’ αγαπηθούν, όχι με παιχνίδια και σενάρια που το μυαλό τους θα παίζει, αλλά με δυνατά αισθήματα. Τόσο δυνατά που ο εαυτός μας (ναι αυτός που τόσες φορές κινδυνέψαμε να χάσουμε) δε θ’ ακροβατεί σ’ αμφιβολίες κι αμφισβητήσεις, αλλά θα’ ναι σίγουρος πια πως η φράση «ο άνθρωπός μου» δεν ανήκει σ’ ατάκες σεναρίου επιστημονικής φαντασίας, αλλά στην πιο συχνή φράση που θα βγαίνει απ’ τα χείλη του.

Ζωή, μιλώ εκ μέρους όλων όσων κοιμόμαστε και ξυπνάμε μ’ ελπίδα. Με την ελπίδα πως δε μας ξέχασες. Με την ελπίδα πως δε χρειάζεται να σ’ ικετεύσουμε για τ’ αυτονόητο. Αν σε κάποιους χρωστάς μια αγάπη, αυτοί είμαστε εμείς!

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαριάμ Πολυγένη: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη