Κάθε βράδυ δίνω μάχη πάνω από το μαξιλάρι μου για ότι βασανίζει την ψυχούλα μου. Και η πιο συχνή μάχη που αντιμετωπίζω είναι εκείνη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα.
Μόνο που σ’ αυτή τη μάχη ξέρω πάντα ποιος θα νικήσει. Σε παλιότερα άρθρα μου τον αποκαλώ «εχθρό», στους φίλους μου «παρόρμηση» και στον εαυτό μου «τρέλα». Νικητής πανηγυρικά σε κάθε μάχη το συναίσθημα.
Κι από λογική εγώ, άλλο τίποτα. Γεμάτη.
Δε διαφέρω από τους υπόλοιπους ανθρώπους -πιστεύω πως είμαστε πολλοί- που βασανίζονται από σκέψεις του νου και ψάχνουν να βρουν τις πιο λογικές δικαιολογίες για να μην ακολουθήσουν την καρδιά τους.
Και καλά, να το καταλάβω αυτό όταν συμβαίνει σε κάποιους άλλους τομείς, όπως στην εργασία ή στην φιλία, αλλά στον έρωτα; Πώς μπορείς να βάζεις λογική στον έρωτα;
Όταν υπακούς στη λογική κι όχι στο συναίσθημα σε μια σχέση ή σε μια «σχεδόν σχέση», συνήθως δείχνει πως δεν αισθάνεσαι αρκετά πράγματα για τον άνθρωπο που πρωταγωνιστεί στο κεφάλι σου. Τη λέξη «πρωταγωνιστεί» μάλλον θα έπρεπε να την ανακαλέσω, αφού αν πρωταγωνιστούσε στο κεφάλι σου θα είχε κατακτήσει και την καρδιά σου και τότε θα ήτανε δύσκολο να τον βγάλεις από εκεί.
Ό,τι νιώθει η ψυχή δεν μπορεί ποτέ να είναι λάθος.
Θυμώνεις με κάποιον γιατί κάτι έκανε που η ψυχή σου, ο εγωισμός σου, το είναι σου βρε παιδί μου δεν το άντεξε. Λάθος ή όχι ο λόγος που θύμωσες, το αποτέλεσμα δεν μπορείς να το αγνοήσεις, να το διώξεις. Σου δημιούργησε θυμό.
Έτσι κι ακόμη χειρότερα έχουν τα πράγματα στον έρωτα.
Όταν η καρδιά μιλάει, η λογική απλά μένει θεατής γιατί για την καρδιά ένα μόνο πράγμα έχει σημασία. Η στιγμή. Αυτό που επιθυμεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Και το ποθεί κόντρα σε κάθε λογική σκέψη, σε κάθε σοφή συμβουλή και σε κάθε επιτυχημένη τακτική. Αυτός είναι κι ο λόγος που όλες οι καλές συμβουλές και τακτικές κατάκτησης αγνοούνται από έναν ερωτευμένο. Γιατί αυτές χρειάζονται χρόνο για να υλοποιηθούν και η καρδιά μας ποθεί τη στιγμή ακριβώς που μιλάμε να κατακτήσει το αντικείμενο του πόθου της και δεν παίρνει χαμπάρι κανέναν και τίποτα.
Και καλά κάνει και δε μας χαμπαριάζει ούτε εμάς τους ίδιους. Γιατί τα συναισθήματα είναι περίπλοκα κι αντί να τα κατανοήσουμε ή να τα αναλύσουμε, βάζουμε μπροστά τη λογική και καταδικάζουμε κάθε μας συναίσθημα γιατί αυτή η επιλογή απαιτεί λιγότερο ρίσκο.
Αντί να ρωτήσεις τον εαυτό σου με ειλικρίνεια «Γιατί αυτός ο άνθρωπος μου ξυπνά τέτοια συναισθήματα και κανένας άλλος αυτήν τη στιγμή; Τι υπάρχει στην ψυχούλα του και έλκει την δική μου;» από φόβο επιλέγεις την ασφαλέστερη επιλογή και χρησιμοποιείς την λογική για να εμποδίσεις αυτή την εσωτερική «έρευνα» να πραγματοποιηθεί, σαν τους ασθενείς που δεν πάνε για εξετάσεις από φόβο μην ανακαλύψουν κάτι που δε θέλουν.
Και χάνεις. Χάνεις στιγμές, έρωτα, αγκαλιές, χαμόγελα και πόνο ή κλάμα, δε λέω. Όλα τα έχει ο έρωτας, αλλά γιατί θα πρέπει πάντα μια λάθος επιλογή ή μια λάθος συμπεριφορά να τη χρεώνουμε στο συναίσθημα;
Έχω πάρει ένα κάρο λογικές αποφάσεις που αποδείχθηκαν λάθος.
Λέτε να εξελίχθηκαν σε λάθος γιατί δεν τις ποθούσε η ψυχή μου; Γιατί παρέμειναν ψηλά στο κορμί μου, στον νου και δεν κατέβηκαν να «φιλτραριστούν» από την καρδιά;
Τι θα ήτανε η ζωή αν δεν είχαμε να θυμηθούμε κάτι με πάθος;
Όλες οι αγαπημένες αναμνήσεις, έχουν μέσα τους αποφάσεις «εν βρασμώ», δικές μας ή των άλλων, λίγη περισσότερη τόλμη, τρέλα, ακόμη και επιπολαιότητα. Όλες πηγάζανε από συναίσθημα ε;
Ένα μήνυμα στο κινητό του ανθρώπου που αγαπήσαμε, ακόμη κι αν το στείλαμε τη βραδιά που δεν έπρεπε, δεν το μετανιώσαμε ποτέ, γιατί έκλεινε μέσα του λόγια που η καρδιά μας είχε επιλέξει.
Το συναίσθημα μπορεί να αποδειχθεί σύμμαχος μας, όταν του επιτρέπουμε λίγη λογική. Τόση ώστε να αξιολογούμε και να πράττουμε στην κάθε κατάσταση όπως αισθανόμαστε, αλλά να αξιολογούμε και τα συναισθήματα των άλλων κι όχι να οδηγούμαστε σε καταστροφικές αποφάσεις από λανθασμένη κρίση.
Να ζεις τον έρωτα, αλλά όχι μόνος. Κι αν έχεις τα κότσια να τον ζεις μόνος, να το κάνεις με αξιοπρέπεια.
Αξιοπρέπεια κι έρωτας θα μου πείτε δεν πάνε μαζί.
Κάπως έτσι λένε κι οι φίλοι μου πως λογική και συναίσθημα δεν συμβαδίζουν, αλλά εγώ δεν βρίσκω τίποτα πιο λογικό από το ν’ ακολουθεί κάποιος αυτό που κάνει την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα.