Είμαι άνθρωπος που χαμογελά σε κάθε δυσκολία, που βλέπει τα εμπόδια ως θεϊκή προστασία και που εστιάζει στα καλά μιας κατάστασης κι όχι σε αυτά που η ενοχλητική φωνή των δεύτερων σκέψεων μου υποδεικνύει συνεχώς.
Σήμερα όμως, τίποτα αισιόδοξο δεν μπορώ να βρω για να σκάσω ένα χαμόγελο, να πω στον εαυτό μου «Μπράβο. Άξιζε αυτό που έζησες!». Τα πιο ωραία «άξιζε» τα έχω πει όλα μαζεμένα, για κάθε μέρα που περνούσα πλάι σου. Για κάθε νύχτα που βρισκόσουν κοντά μου. Τότε, που η φωνή των άσχημων σκέψεων ήταν σε αφωνία. Τότε, που δεν έβρισκε τίποτα κακό να μου επισημάνει. Τότε, που σώπαιναν όλοι.

Σώπαιναν μπροστά στην αγάπη μας. Θαύμαζαν τον τρόπο που με πρόσεχες, τον τρόπο που σε κοιτούσα, τους τρόπους που η αγάπη μας έβρισκε για να κρατιέται ζωντανή. Ακόμα κι όταν όλοι τη θεωρούσαν ετοιμοθάνατη, αυτή έβρισκε τρόπους ν’ αναστηθεί και ν’ αποδείξει σε όλους πως εδώ είναι. Κι είναι ακόμη εδώ…

Είναι εδώ, όπως είμαι κι εγώ. Την έχω για συντροφιά και της τα χώνω άσχημα κάθε βράδυ. «Αφού υπάρχεις» της λέω «γιατί κρύβεσαι»; «Γιατί δε μας ενώνεις πάλι; Γιατί άφησες τα ψέματα μας να κερδίσουν και να σε πείσουν πως είναι ώρα να κάνεις στην άκρη; Πότε έκατσες εσύ στην άκρη; Ποτέ!».

Η δική μας η αγάπη, παίζει κρυφτό στο χώρια κι εμφανίζεται μόνο στο μαζί. Πώς αλλιώς να εξηγήσω το ότι κάθε φορά που συναντιόμαστε, νιώθω σαν ο χρόνος για εμάς να μη σταμάτησε, σαν ποτέ να μη με πλήγωσες, σαν καμία απ’ τις σκληρές μας κουβέντες να μην ήχησαν στο σύμπαν. Όλα ίδια!

Ο τρόπος που κοιταζόμαστε, οι ερωτήσεις που αποδεικνύουν το πόσο νοιάζεται ο ένας τον άλλον, ακόμη και τα «χαζά αστεία» όπως τα αποκαλούν οι φίλοι μας, γιατί μόνο εμείς τα καταλαβαίνουμε. Σ’ εμάς καθόλου χαζά δε φαίνονται! Κάθε μας συνάντηση, μας αποδεικνύει πως η τελεία στη σχέση μας δεν έχει μπει. Και το μισώ αυτό. Μισώ να είμαι στην αναμονή. Μισώ να μη ξέρω αν σ’ έχασα. Αν δε θα κοιμηθούμε ποτέ ξανά μαζί.

Παρακαλώ για να κάνεις μια νέα αρχή στη ζωή σου ή για μια νέα αρχή μαζί μου. Όποια αρχή κι αν επιλέξεις, να την επιλέξεις τώρα! Να πάψουν να με βασανίζουν οι φωνές στο κεφάλι μου, που όσα δε μου ψιθύρισαν όσο ήμασταν μαζί, μου τα ψιθυρίζουν τώρα. Τώρα μου θυμίζουν πόσο τρυφερά με φιλούσες, πόσο αχόρταγα με άγγιζες και πόσο όμορφος φαινόσουν, όταν κοιμόσουν τυλιγμένος στο σεντόνι μου.

Μου λείπουν οι μουσικές σου. Για την ακρίβεια, όχι αυτές, αλλά το να τις ακούμε μαζί. Μου λείπει το να γελάς με την ψυχή σου κάθε φορά που μ’ έβλεπες μπροστά στον καθρέπτη να βάφομαι και να μου λες πάντα την ίδια ατάκα. «Τόση προσπάθεια για ποιον; Μ’ έχεις ήδη κατακτήσει, μωρό.» Μου λείπουν ακόμη κι οι καβγάδες μας. Κι αυτή η αγάπη, να έχει κατσικωθεί εδώ δίπλα μου και να μη φεύγει. Να μου ψιθυρίζει κι αυτή κάτι για ανιδιοτέλειες κι άλλα τέτοια χαζά.

Ποιος ερωτευμένος μπορεί να δεχθεί πως θα συνεχίζει ν’ αγαπά από μακριά; Όχι εγώ πάντως! Θα το κάνω, αλλά δε θα το απολαμβάνω. Θα κοιτάω πάντα τα βράδια έξω απ’ το παράθυρο και θα ‘μαι πάντα θυμωμένη μαζί σου. Θα σου θυμώνω που μια συζήτηση με την αγάπη μας, εσύ δεν άνοιξες. Που έβαλες τον εγωισμό να κρατά με δύναμη την πόρτα, για να μην μπει να σου θυμίσει ό,τι από μένα σου έλειψε. Μια κίνηση που εγώ δεν είχα τη δύναμη να κάνω.

Εγώ μένω απλά εδώ, θυμωμένη. Θυμωμένη, που δεν ήρθες να με βρεις….

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη