Ανθρώπινα σώματα, άλλα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους κι άλλα τόσο ομοιόμορφα. Υπερβολικά αδύνατα, αδύνατα, κανονικά, γεματούτσικα, υπέρβαρα. Κι όμως, ποιος καθορίζει τους χαρακτηρισμούς αυτούς; Τα μάτια μας; Η εκάστοτε κοινωνία στην οποία ζούμε μαζί με όλες τις προκαταλήψεις της κάτω από το μαξιλάρι μας; Η εποχή; Κι αν είμαστε υγιείς με παραπάνω κιλά; Κι αν αγκαλιάζουμε με στοργή το αδύνατο σώμα μας και το φροντίζουμε, ενώ οι άλλοι πιστεύουν ότι το τιμωρούμε;

Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας να είμαστε σκληροί και να θεωρούμε τη σωματική επαφή ή το άγγιγμα κάτι ένοχο, κάτι πονηρό. Απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον, από συγγενείς, συντρόφους, φίλους για να μην κολλήσουμε κάποια ασθένεια. Και φυσικά δε χρειάζεται να ανατρέξουμε πολύ πίσω, γιατί η εποχή του covid έχει μείνει σε όλους μας αξέχαστη και μας έχει αφήσει υπολείμματα πολλά. Η εμμονική απολύμανση τους σώματός μας, μέχρι να εξοντωθεί και το τελευταίο «ζωντανό» κύτταρο ενός «φοβισμένου» σώματος, η απομόνωσή μας, ακόμα και από τον ίδιο μας τον εαυτό, τα άψυχα αλλά κατά τ’ άλλα πεντακάθαρα, χωρίς ίχνος μικροβίου σώματα, είναι χαρακτηριστικά της εποχής μας. Τι κάναμε στο σώμα μας; Γιατί δεν το αγαπάμε όταν το κοιτάμε στον καθρέφτη; Γιατί ο καθρέφτης μας δείχνει μόνο ατέλειες; Μήπως, λοιπόν, έφτασε η στιγμή να σπάσουμε αυτόν τον καθρέφτη, για να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε πως το μόνο σπίτι μέσα στο οποίο κατοικεί η ψυχή μας -που με τόσο κόπο πλάσαμε- είναι το σώμα μας;

Τι παράξενα πράγματα βιώνουμε όταν από τη μια μας λένε να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και από την άλλη αρκεί να ανοίξουμε την τηλεόραση ή να σκρολάρουμε στο κινητό και να δούμε ή να διαβάσουμε αυτές τις χαριτωμένες διαφημίσεις του τύπου «θες να χάσεις κιλά γιατί δε σου αρέσει η εικόνα σου; Εμείς έχουμε τη λύση» ή το άλλο «θες να είναι ο χρόνος με το μέρος σου και να τον σταματήσεις;». Μα αγάπη μου γλυκιά, ο χρόνος και το ποτάμι δε γυρίζουν πίσω. Κι όμως, τότε είναι που τα κέντρα αισθητικής, τα Botox, τα υαλουρονικά, οι εξοντωτικές δίαιτες, τα μηχανήματα αδυνατίσματος, η εξοντωτική γυμναστική, παίρνουν φωτιά. Και φυσικά τώρα που πλησιάζει το καλοκαίρι. Έτσι, πληθαίνουν τα παγωμένα, ανέκφραστα και άγρια πρόσωπα που είναι πλέον ανίκανα να χαμογελάσουν, να κλάψουν, να θυμώσουν, να ρυτιδώσουν δείχνοντας όλα τα όμορφα και δύσκολα συναισθήματα, για τα οποία διψά η ανθρώπινη ύπαρξή μας για να παραμένει ζωντανή. Κι όλο και εθιζόμαστε στο να πονάμε το σώμα μας με ενέσεις και με εξοντωτικά προγράμματα γυμναστικής, επειδή δεν μπορέσαμε να χαϊδέψουμε στοργικά τις ρυτίδες μας, να φροντίσουμε το σώμα μας και να το αγαπήσουμε πραγματικά για να μπορέσει να ξαναζωντανέψει.

Θυσιάζουμε τα πάντα στον βωμό μιας τέλειας εικόνας. Ταλαιπωρούμε και την ψυχούλα και το σώμα μας, τα κακοποιούμε με τα ίδια μας τα χέρια. Η εικόνα μιας τέλειας γυναίκας που αποξενώθηκε μέσα σε έναν γάμο που δήθεν θα ζήλευαν όλοι, αθλητές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή τους παίρνοντας αναβολικά και προδίδουν τα όρια του εαυτού τους, καθημερινά σώματα που υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους και τρέχουν σε δουλειές από το πρωί μέχρι το βράδυ για να προλάβουν την πτώση που έρχεται και κλείνουν τα αυτιά τους στα καμπανάκια που χτυπάει ο οργανισμό τους. Πρώτο καμπανάκι, δεύτερο μετά και είναι τόσο σίγουροι ότι θα υπάρξει και τρίτο ή τέταρτο. Το σώμα της ανορεξίας. Το υπέρβαρο σώμα. Το γυμνασμένο σώμα. Κι όμως, πολλά από αυτά σίγουρα αν είχαν φωνή θα κραύγαζαν «μη με εξοντώνεις άλλο, γιατί μου το κάνεις αυτό, τόσο δύσκολο είναι να με αποδεχτείς και να με αγαπήσεις;».

Και υπάρχουν κι εκείνα τα σώματα που μετατρέπονται σε καμβά από τατουάζ, που υπομένουν ώρες ατελείωτου και βασανιστικού πόνου από τη βελόνα, προκειμένου να αποτυπώσουν τα συναισθήματά τους πάνω στο δέρμα τους, πιστεύοντας ότι μόνο έτσι θα παραμείνουν ανεξίτηλα και δε θα ξεχαστούν από τους ίδιους. Μα όταν κάτι είναι τόσο σημαντικό για εσένα, το κρατάς στα βάθη της καρδιάς σου, στην πιο αξιόπιστη κρυψώνα που κανένας δεν μπορεί να σου στερήσει και να σου αποσπάσει βίαια αυτό που νιώθεις. Μήπως, λοιπόν, εμείς οι ίδιοι έχουμε απομακρυνθεί από τα συναισθήματά μας και αρνούμαστε να τα δούμε, να τα βιώσουμε, να τα αντιμετωπίσουμε και προτιμούμε απλώς επιφανειακά να τα χαϊδεύουμε στην εξωτερική στιβάδα του δέρματος σαν να επιθυμούμε να επουλώσουμε τις πληγές μας;

Κανένας, ποτέ και σε καμία εποχή δεν πρόλαβε τον χρόνο. Το μόνο που μπορούμε να προλάβουμε είναι το λεωφορείο της επόμενης γραμμής που οφείλουμε να είναι γεμάτο όχι με μοναχικά σώματα που πάνε κι έρχονται, αλλά με ζωντανές ανθρώπινες υπάρξεις που ξέρουν πολύ καλά να αγαπούν και να αγαπιούνται, να βιώνουν δυνατά κάθε τους συναίσθημα, να αγκαλιάζουν το μοναδικό σπίτι που έχουν κληρονομήσει- το σώμα τους.

Συντάκτης: Άλκηστις Μαχαίρα