Τα στόρια όσο παραμένουν κλειστά αδικούν το φως που θέλει να επενδύσει τις ακτίνες του στον χώρο. Όταν τελειώνει το σκοτάδι πρέπει οπωσδήποτε να δέσεις τις κουρτίνες στο πλάι, να ανοίξεις τα τζάμια διάπλατα, να ξεκλειδώσεις τις πόρτες, να βγάλεις λουκέτα και να σκουντήξεις τον άλλον σου εαυτό, να σηκωθεί όρθιος να αναλάβει την ευθύνη της καινούριας πλέον ημέρας.
Η νύχτα είναι καλή κρυψώνα. Ακουμπάς τα όνειρα στην ησυχία της κι εκείνη σου ανταλλάσσει τη φασαρία με κύκλους που βγάζουν στο άπειρο. Όταν συνηθίσεις τη σιωπή, δεν έχεις όρεξη για ομιλίες. Καμία συζήτηση δεν είναι πλέον ίδια με τις προηγούμενες που συνήθιζες κάποτε να κάνεις. Μαζεύονται πολλές οι περιττές κουβέντες και τα λόγια που έχουν ουσία είναι δυσεύρετα. Κι αν υπάρχουν, πρέπει εκτιμηθούν κατάλληλα. Παίζει ρόλο ποιος τα είπε, γιατί τα σκέφτηκε, πόσο τα πιστεύει κι αν θα τα επαναλάβει. Και μιας που ήδη σε έναν μόλις πρόλογο θίξαμε το σπουδαίο ζήτημα της πολυλογίας, τι θα έλεγες στον έρωτα να κάναμε το ίδιο;
Δε θέλει λόγια ένας έρωτας, μα ούτε και πράξεις θέλει. Δε θέλει συναισθήματα, θυσίες, μυστικά κι αλήθειες. Ο έρωτας θέλει παραμύθι. Θέλει ιστορίες για αγρίους και διηγήσεις για ήμερους. Θέλει φαντασία, μαγικά ραβδάκια, ταπεινούς αγαπημένους, ποιητές, συγγραφείς, πινέλα ζωγραφικής και όρεξη να ‘χουμε να φτιάχνουμε σενάρια πρωτότυπα, εντυπωσιακά με διαχρονική ποιότητα και εγγυημένη διάρκεια.
Κι αφού καταλήξουμε πως ο έρωτας θέλει την υπερβολή του, πρέπει να είμαστε σε θέση να βιώσουμε αυτή την υπερβολή. Να είμαστε διατεθειμένοι να υπερβάλουμε, να δημιουργήσουμε εντάσεις, να μη νοιαστούμε για επιπτώσεις. Και το κάνουμε. Δε νοιαζόμαστε για τίποτα, πάρα μόνο να κολακεύσουμε τη σκέψη μας για ένα και μόνο πρόσωπο.
Εγώ θα μιλήσω για το δικό σου πρόσωπο. Τα μάτια σου μου λένε ιστορίες κι έγιναν το αγαπημένο μου παραμύθι. Κοιτάζω να βρω ευτυχισμένο τέλος μα είναι απροσδιόριστο το μονοπάτι, κι εγώ διατεθειμένη να χαθώ στο δάσος χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για σωτηρία. Τι να την κάνω την ασφάλεια όταν βρίσκομαι ανάμεσα στα αγρίμια; Μαθαίνω να επιβιώνω με τα τέταρτα, μαθαίνουν κι εκείνα να φροντίζουν τον φόβο μου. Τέρατα θα μπορούσαν να είναι και οι σκέψεις. Κάτι τεράστιες αναμνήσεις, με πελώριες ευθύνες, που καραδοκούν να κλέψουν παρόν για να μια δόση παρελθόντος.
Και μίλαγα για τα μάτια σου· είδες που ξεφεύγω; Είδες που χάνομαι και πολυλογώ ενώ εξαρχής είπαμε πως δε θα πολυλογίσω; Μα όσα λες δύσκολο να τ’ αφήσω αναπάντητα. Όσο περίπλοκη είναι η σκέψη σου, τόσο μπερδεύω τα συναισθήματά μου. Δεν έχω σκοπό να σου ρίξω ευθύνες. Εξάλλου κι οι δυο ξεμείναμε στο δάσος ψάχνοντας για όαση. Βρήκαμε θαλπωρή στα λόγια μας και λύση στις κουβέντες. Μα πάλι μπερδεμένη βρίσκομαι κι εσύ μπλεγμένος μαζί μου. Δεν ξέρω πως τα μπουρδουκλώσαμε, μα κούρασε η προσμονή σου. Δε βρίσκω άκρη στο κουβάρι και με πιάνει πανικός απ’ τη φυλακή αυτού του πόθου.
Γιατί μη νομίζεις, και ο έρωτας σε φυλακίζει όταν εξαρτάσαι από αυτόν. Το πάθος είναι εξάρτηση. Τα λόγια σου είναι εξάρτηση, κι απ’ αυτά ζητάω λύτρωση. Αυτά θέλω ν’ αποφύγω. Αυτά με παγίδευσαν, αυτά θα απαρνηθώ. Κι είναι ωραία τα λόγια. Μόνο που καμιά φορά, πάνω στο μπίρι-μπίρι, ξεκινάει το παραμύθι, μας πιάνει υπνηλία και κοιμόμαστε όρθιοι. Όρθιοι γεμάτοι έρωτα, πόθο και μπόλικο ψέμα. Γιατί τα λόγια της καψούρας έχουν πάντα και λίγο ψέμα μέσα τους. Αλλιώς δε μαγεύουν, δεν παραμυθιάζουν, κι είπαμε ο έρωτας ζητάει παραμύθι. Πώς θα εντυπωσιαστείς αλλιώς; Πώς θα ξεπεράσεις τον ρεαλισμό και την ορθολογική σου σκέψη;
Δε μετάνιωσα που μπλέξαμε, απλώς εξαντλήθηκα. Είναι έντονη η βαβούρα της αναμονής, και έχω περιμένει πολύ για να χάσω κι άλλο χρόνο. Αν ήταν για μας, ήδη θα είχε φανεί. Πες με ανυπόμονη· είμαι. Και παράξενη πες με· είμαι κι από αυτό. Μέσα σε όλα όσα θα μου σούρεις, όμως, φώναξέ μου ένα πράγμα δυνατά και με όλο το εύρος της φωνής σου. Πες με ελεύθερη. Προσδιόρισέ με ανεξάρτητη κι ασυμβίβαστη. Γιατί πάλεψα για αυτές τις έννοιες. Έχτισα με αυτές την ιδεολογία μου και δε θα στερηθώ αυτούς τους τίτλους από την προσωπικότητά μου για κανέναν λόγο.
Σου ‘χα πει πιστεύω στο «πάντα» και στο «ποτέ», γιατί είναι τα μόνα δεδομένα. Δε θέλει λόγια ο έρωτας γιατί πλανεύουν και παραμυθιαζόμαστε. Ούτε πράξεις θέλει, γιατί συνηθίζουμε και ελπίζουμε, κάνουμε όνειρα που ανάθεμα κι αν είναι τελικά δικά μας. Δε θέλω παραπάνω κάτι άλλο να πω. Θέλω σίγουρα παρακάτω να προχωρήσω. Δεν κρατιέμαι, δε βαστιέμαι και δεν ξέρω ακόμα γιατί δεν μπορώ να μείνω σε ένα μέρος.
Ίσως, κατά βάθος να το απόλαυσα το παραμύθι. Αυτό θέλει έρωτας. Παραμύθι. Να ξέρεις να μιλάς, να τα λες ωραία, και να μαγεύεις καρδιές, να αποπλανείς σκέψεις και στο τέλος να χάνεσαι στο άγνωστο και να σε βρίσκει ο λύκος να σε γυρίζει σπίτι.
Ο λύκος με βρήκε και μένα. Κι έτσι επιτέλους έπαψα να κοιτάζω το πρόσωπό σου. Σταμάτησαν να με μαγεύουν τα λόγια σου και σώθηκα απ΄την πλάνη σου. Και να σου πω τι κατάλαβα από το παραμύθι σου; Ο λύκος δεν ήταν ποτέ κακός. Ήταν ο πιο ντόμπρος κι ειλικρινής της ιστορίας. Εγώ ήμουν χειρότερη γιατί δεν έμαθα ποτέ τι ήθελα μαζί σου.