Το φαγητό είναι σίγουρα ένα πολυσυζητημένο θέμα επικοινωνίας μεταξύ μας. Θα βγούμε έξω με φίλους να φάμε, θα βρεθούμε σε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια, θα ψάξουμε για γευστικά στέκια. Όμως παρότι ασχολούμαστε αρκετά με το φαγητό και μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα πού θα φάμε ή τι θα φάμε, μας νοιάζει άραγε πραγματικά πώς θα φάμε;
Πώς θα τοποθετήσουμε το σερβίτσιο, ο τρόπος που θα προετοιμάσουμε τη συνταγή, αν είμαστε σε καλή συναισθηματική διάθεση, ώστε να γευματίσουμε με την ησυχία μας. Άραγε πόσο συνειδητοί είμαστε κάθε φορά να νιώσουμε με όλες μας τις αισθήσεις το γεύμα μας; Να αντιληφθούμε πλήρως τη μυρωδιά, την υφή, τη γεύση που μας αφήνει η τροφή. Κι έπειτα, αφού τελειώσουμε με το φαγητό, να δώσουμε το απαραίτητο περιθώριο στον οργανισμό μας να καθίσει, χωρίς να χρειάζεται απευθείας να αρχίσει δραστηριότητες.
Όλα αυτά θα ήταν ιδανικά αν δίναμε στο γεύμα μας την αποκλειστική προσοχή μας. Ωστόσο, συνηθίζουμε να καθόμαστε στο τραπέζι έχοντας το κινητό μας δίπλα και τη τηλεόραση ανοιχτή μπροστά μας. Μάλλον φαίνεται πως η λήψη τροφής είναι πολυάσχολη διαδικασία. Πόσες φορές θα χρειαστεί να σηκωθούμε απ’ το τραπέζι γιατί κάτι χρειαζόμαστε ή πόσες φορές θα διακόψουμε το γεύμα μας γιατί χτυπάει το τηλέφωνο; Έπειτα, με το κινητό κοντά μας όλο και κάποιο μήνυμα θα λάβουμε. Εικόνες περνάνε από μπροστά μας κι όλο και κάτι θα βρούμε χιουμοριστικό, θα θέλουμε να γελάσουμε ενώ παράλληλα μασάμε. Ή αντίθετα αν ακούσουμε απ’ την τηλεόραση μια δυσάρεστη είδηση, θα μας δέσει κόμπο το στομάχι και κάπως έτσι η όρεξη μας διακόπτεται.
Πώς γίνεται σ’ όλη αυτή τη κατάσταση, λοιπόν, το φαγητό να είναι μια πραγματικά ευχάριστη κι ιδιαίτερη διαδικασία; Μήπως το αντιμετωπίζουμε τελικά και λίγο ως δεδομένο; Μήπως καταλήγει το φαγητό να μας συνοδεύει στις δραστηριότητές μας, αντί να έχει το ίδιο την απόλυτη αφοσίωσή μας, χωρίς να υπάρχει καμία άλλη παρεμβολή που θα επιτρέπουμε να μας το διακόπτει;
Φαίνεται λες κι άλλα πράγματα μας ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο απ’ το να δώσουμε σημασία σε μια διαδικασία που στο κάτω-κάτω εξαρτάται η σωματοδομή μας και κατ’ επέκταση η υγεία μας απ’ αυτή. Όσο η σκέψη μας είναι απασχολημένη στο να λαμβάνει εξωτερικές πληροφορίες, ειδήσεις κι ερεθίσματα απ’ το περιβάλλον, δεν μπορεί παράλληλα να έχει συνείδηση κορεσμού. Ως αποτέλεσμα τρώμε μηχανικά. Φτάνουμε στην τελευταία μπουκιά κι ενώ έχουμε την αίσθηση πως ήδη το στομάχι μας είναι πλήρες, δε γίνεται να μην αδειάσουμε το πιάτο.
Ό,τι απομένει θα ήταν σίγουρα το αποφάγι μας, όμως προτιμάμε αντί να το αφήσουμε στην άκρη ή να το πετάξουμε στον κάδο, να το ρίξουμε στο στομάχι μας, θεωρώντας κιόλας την τελευταία μας μπουκιά ως τη δύναμή μας. Πάντα έχουμε χώρο για μία μπουκιά ακόμα. Είναι λες κι η ποσότητα της τροφής που θα καταναλώσουμε εξαρτάται απ’ την ποσότητα που εμπεριέχεται στο πιάτο μας.
Έχουμε την πεποίθηση και σχεδόν τον ψυχαναγκασμό να τρώμε ό,τι υπάρχει μπροστά μας, χωρίς να μας απασχολεί αν είμαστε ήδη αρκετά χορτάτοι και δεν υπάρχει λόγος να φάμε περισσότερο. Μα κι αν έχουμε χορτάσει, φυσικά θα φάμε κι άλλο, γιατί η νοστιμιά του φαγητού υπερνικά τον κορεσμό του οργανισμού μας. Τρώμε τελικά παραπάνω απ’ όσο πραγματικά χρειαζόμαστε, καταναλώνοντας όση ποσότητα ικανοποιεί απλώς τη γεύση μας.
Αν κλείναμε τις οθόνες, σιωπούσαμε τις εξωτερικές πληροφορίες και δίναμε σημασία στην κάθε μας μπουκιά, θα συνειδητοποιούσαμε εγκαίρως πότε είμαστε χορτασμένοι και σίγουρα θα τρώγαμε τουλάχιστον τη μισή ποσότητα απ’ όσο συνολικά τρώμε.
Βέβαια, μέσα στην καθημερινότητά μας, παραλείπουμε συνήθως το πρωινό μας, περνάμε την ημέρα μας με έναν καφέ ή μια τυρόπιτα στο πόδι, απλώς για να ξεγελάσουμε την πείνα μας, πιστεύοντας κιόλας πως με αυτόν τον τρόπο προσέχουμε τη διατροφή μας περισσότερο. Έχουμε συνδέσει τον περιορισμό της τροφής, με την άμεση κι αποτελεσματική δίαιτα. Οι καθημερινοί μας ρυθμοί ίσως δε μας επιτρέπουν να ετοιμάσουμε ένα πλήρες μεσημεριανό γεύμα και συνήθως το βραδινό γίνεται το κεντρικό γεύμα της ημέρας.
Μήπως, όμως, αυτός ο τρόπος παράληψης γευμάτων, είναι απλά μια ένδειξη πως ταλαιπωρούμε τον οργανισμό μας, αφήνοντάς τον πεινασμένο τόσες ώρες που τελικά η διατροφή μας μοιάζει δύσκολη κι απαιτητική; Ίσως είναι κι αυτός ένας ακόμα λόγος που όταν έχουμε διαθέσιμο φαγητό μπροστά μας, θα το καταναλώσουμε με ιδιαίτερη λαιμαργία, σαν να επιτρέπουμε εαυτό μας, μετά απ’ την αφαγία που του έχουμε επιβάλλει, να γευτεί ό,τι και όσο θέλει.
Παρ’ όλα αυτά, όσο φαγητό κι αν στερηθούμε ή όσο προσεκτικοί κι αν γίνουμε στην επιλογή της τροφής μας και πάλι αν δε δώσουμε την απαραίτητη αισθαντική σημασία στο γεύμα μας, τότε η λήψη τροφής γίνεται απλώς μια στεγνή διαδικασία, μόνο και μόνο για να πλάσουμε γενικότερα το σώμα μας, να πούμε ότι φάγαμε ή να υπερβάλλουμε πάνω στη γευστική μας λαχτάρα.
Τροφή και σώμα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Το σώμα μας για να αναπτυχθεί και να επιβιώσει εξαρτάται άμεσα απ’ την τροφή κι απ’ τη στιγμή που είναι ιερό οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε το φαγητό ως τελετουργία, αξιοποιώντας τις αισθήσεις μας στο έπακρον σε καθετί που γευόμαστε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη