Σε ρώτησα κάποια στιγμή πώς είσαι. Μα δε σε ρώτησα απλώς για να ρωτήσω, ανάγκη το ’χα να μάθω για ‘σένα. Δε συνερίστηκα το «καλά» σου. Έτσι εύκολα που το απαντάς εμένα δε με πείθει. Αν θέλω να σιγουρέψω την καλή διάθεσή σου, θα ακούσω την αναπνοή σου, θα δω το βλέμμα σου πόσο αιχμάλωτο στους γύρω μένει, πόσο καθόλου δε μου ανήκει. Δε με κοιτάζουν όμως τα μάτια σου και δυσκολεύομαι να καταλάβω το σκοπό σου για ‘μένα. Με ενδιαφέρει ο σκοπός σου γιατί έχω σκοπό να ‘χω κι εγώ τον ίδιο.

Σκοπεύω να κρατηθώ από εσένα κι ας γλιστράω από πάνω σου. Σου ξεφουρνίζω τα φαντασμένα μου συμπεράσματα κι ας τρομάζει η ελευθερία σου. Προσπαθώ να κερδίσω λίγο από την προσοχή σου, να αποσπάσω τη ματιά σου με δόλιους τρόπους. Φτάνει να κοίταξες, φτάνει να μπορέσεις να κοιτάξεις κατάματα αυτό που μου συμβαίνει μαζί σου. Πόσο τολμάς να το αντικρίσεις; Πόσο δεν κωλώνεις να το αντιμετωπίσεις; Να αφεθείς πόσο αντέχεις; Πόσο με αντέχεις;

Μην απαντάς. Η άρνησή σου θα με λυγίσει. Κι εγώ βαστώ δυνάμεις όσο επιμένω στη συνύπαρξή μας. Εξαναγκάζω την καθημερινότητά μου να σε κρατήσει με το ζόρι. Ας ρίξω τιμή κι ας χάσω χρόνο. Δε σε έχω, μα με έχεις. Δε θέλεις να με έχεις, μα σου επιβάλλω τη μορφή μου. Έχω ανάγκη να με χρειάζεσαι, έχω ανάγκη να σε χρειάζομαι κι εγώ.

Με χρειάζεσαι να σε ακούω να αραδιάζεις τα νέα σου. Να γκρινιάζεις τα «δικά» σου. Να θυμώνεις με τους γύρω, να κοιτάζεις γύρω-γύρω, να ψάχνεις και να ψάχνεσαι. Να αντέχω ό,τι ακούω να μου λες και να ανέχομαι ό,τι βλέπω να θες, επειδή απλά αντέχω να σε ανέχομαι.

Έμαθα για τους πόνους και τους φόβους σου, τα «θέλω» και τα σημάδια σου. Τα έμαθα σωστά, με λεπτομέρεια. Έδειξα ενδιαφέρον, ταυτίστηκα μαζί σου, τσαντίστηκα μαζί τους, παρηγόρησα την αδικία σου, μαρτύρησα τις γνώσεις μου, καταπάτησα τους όρκους μου και ξεχάστηκα. Απ΄ τη ζωή μου ξεχάστηκα, μέσα στο μυαλό σου ξεχάστηκα. Μπήκα να μάθω για ‘σένα κι έμεινα εκεί. Μέσα στο μυαλό σου ξέμεινα προσπαθώντας να κερδίσω έδαφος. Με δέχτηκες στη ζωή σου χωρίς να φροντίσεις την επίσκεψή μου πλάι σου.

Έναν καλό ενθουσιασμό σου ξύπνησα μόνο, έπαιξες, νύσταξες κι έτρεξες για ύπνο. Δε με καληνύχτισες ποτέ. Δε ρώτησες αν είχα νυστάξει νωρίτερα από ‘σένα. Αν θα άντεχα ξάγρυπνη ν’ ακούω τα προβλήματα που καραδοκούν να σε εξοντώσουν. Που ακόμα και στα προβλήματα μέλι έχεις.

Μα μήπως έφαγες απ’ το μέλι σου και σου κόλλησαν τα χείλη; Αφού, όταν δεν έχεις να μιλήσεις άλλο για τους καημούς σου, αρχίζει μια απίστευτη ησυχία. Γιατί όταν δε μιλάς για ‘σένα, απλώς δε μιλάς καθόλου. Δε θα ρωτήσεις τίποτα. Σε ενδιαφέρει να μάθεις μόνο ό,τι αφορά την πάρτη σου. Είναι γλυκό το μέλι, μα και ο νάρκισσος στον ίδιο τον καθρεφτισμό του βούτηξε. Έτσι κι εσύ θα λιγωθείς.

Αν θέλεις γλύκες και πόθο, έχω να σου δώσω. Μα όχι καλέ μου πρίγκιπα, όχι απλώς για να δοκιμάσεις μία νύχτα έτσι πρόχειρα. Θα καθίσουμε μαζί στο τραπέζι με κεριά, μαξιλάρες και κρασί. Θα μου σύρεις την καρέκλα, θα προτείνεις επιδόρπιο, θα παρακολουθείς τα πάντα, από τις κινήσεις ως και τις σκέψεις μου. Κι εάν δεν έχεις σκοπό να με συνοδέψεις ως τη σκάλα που θα φεύγω, εάν δε με γυρίσεις τουλάχιστον τρεις φορές να με φιλήσεις για «αντίο», εάν δε με αφήσεις να φύγω ποτέ, τότε μόνο θα πρέπει να με νοιάξει να μάθω για ‘σένα, γιατί σαν να βαρέθηκα τον ρόλο της πλαστικής κούκλας.

Θα τρέχω μόνο εγώ ξωπίσω σου, δε θα ρωτάς αν λαχανιάζω, το μόνο που θα θέλεις είναι ακόλουθους. Κάποιον να σε ακολουθεί, να σε στηρίζει, να σου χαμογελάει. Ανεξάρτητα με το αν θα επιστρέψεις το χαμόγελό σου πίσω σε εκείνον που σου έφτιαξε το κέφι. Κι ίσως έχεις πράγματι πολλούς ακροατές, αλλά πόσοι από αυτούς θα πρόσεχαν στις πόσες λέξεις κάνεις παύση, πόσο τεντώνονται οι άκρες σου όταν χαμογελάς, ό,τι τα μάτια σου χαμηλώνουν όταν προσπαθείς να κρύψεις την ντροπή σου. Ναι, έχεις κι εσύ ντροπή να κρύψεις, που δε φαίνεται έτσι όπως την προσαρμόζεις στην κοινωνικότητά σου.

Κι επειδή είδα τη ντροπή σου, δε με ενδιαφέρει που είσαι αχάριστος. Έδωσα όλη μου την προσοχή πάνω σου κι ούτε με αφορά αν άξιζε. Ανέχτηκα τις παραξενιές σου γιατί τα δικαιολογούσα όλα στον βωμό της γοητείας σου. Ένα πράγμα με πείραξε μόνο. Που δεν άκουσες ποτέ τα «δικά» μου. Έκοβες τη συζήτηση, σε ενοχλούσε το δικό μου παράπονο.

Παραέμαθα για ‘σένα. Δε με πειράζει, έξαλλου το ήθελα. Έκανα τα νέα σου ανάγκη μου. Δε με νοιάζει, έχει ανάγκες ο έρωτας. Φεύγω σε δύο μερόνυχτα και μην πεις πως δε το φανταζόσουν. Είναι που δε ρώτησες ποτέ τα νέα μου. Δεν περιμένω να τρέξεις, μη λαχανιάσεις εσύ για χάρη μου. Εξάλλου όταν αρχίζω να περπατώ εγώ, κανείς δεν μπορεί να με ακολουθήσει. Δε θα με προλάβεις καλέ μου αλήτη. Δεκάρα δε δίνεις να με σταματήσεις. Το ξέρω. Σε ξέρω… Εσύ δεν έμαθες ποτέ για ‘μένα.

 

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου