Τη θυμάσαι; Κι αν τη θυμάσαι, πώς τη θυμάσαι; Όπως τη γνώρισες ή όπως την είδες να συστήνεται στον κόσμο; Γνωρίζει πρόσωπα, ανταλλάσσει βλέμματα, μοιράζεται σκέψεις, νιώθει ενθουσιασμό είτε με βαθιά είτε με ρηχή ανάσα -σημασία δεν έχει. Σημασία δε δίνει. Λειτουργεί μηχανικά κι ίσως απρόθυμα.
Θ’ ακούσει τις μισές κουβέντες του ακροατή της. Θα συμφωνήσει σε όλα, γνωρίζοντας όμως πότε θα διαφωνήσει. Είναι ένα σημείο που γίνεται κάθετη. Ξέρει ν’ αφήνεται τριγύρω, να παραπατάει δήθεν ανέμελα, μα γνωρίζει το παραπάτημα αυτό πού θα τη βγάλει. Νομίζουν, θα τη συνοδέψουν, μα ξεγλιστράει απ΄τη βαβούρα του μαγαζιού για να βρει τη θαλπωρή της στο κύμα. Κι αυτή είναι η πιο σημαντική πληροφορία της κάθε μέρας της. Δεν κολακεύεται από γλυκά λόγια, παρά μονάχα ανακουφίζεται αραδιάζοντας σκέψεις στον ορίζοντα. Τη μοναξιά της δε θέλει να την αφήσει σε κανέναν απρόσεκτο κυκλοθυμικό θαμώνα.
Της πιάνουν συχνά την κουβέντα. Αλλά δεν πιάνουν τίποτε άλλο από εκείνη. Δεν μπορούν να πιάσουν κάτι πάνω της γιατί γίνεται καπνός. Διαλύεται, χάνεται, φεύγει απ΄τον στόχο τους. Είναι ένα σκέτο, ψυχρό σώμα που δε θέλει πολλά χέρια να το επεξεργάζονται. Δε θέλει χειρονομίες επιφανειακές ούτε στριμώγματα σε γωνίες. Βαδίζει προς την έξοδο τόσο απρόβλεπτα, που σχεδόν σηκώνει παρεξήγηση.
Δεν έχει να κάνει με την ηθική. Ποιος νοιάστηκε για αυτή την πολυφορεμένη ζακέτα; Θα τη φορέσει πάνω της μη και φανεί το σώμα της περισσότερο. Μα την πνίγει ο περιορισμός της. Τη βγάζει πάντα και την κρατάει στο χέρι. Μα και πάλι βάρος της είναι. Έτσι, τη δένει στη μέση όπως συνήθως τη συμβούλευες, μα δεν το έλεγες για να της δώσεις λύση, αλλά για να σκεπάσεις ξανά το κορμί της. Πάντα διαπραγματευόταν μαζί σου τι θα κρύψει και τι θα φανερώσει απ΄την παρουσία της. Υποχωρούσε μπρος στις ανασφάλειές σου κι έλαμπε το πρόσωπό σου που την κάλυπτες απ΄τους άλλους με τόσα υφάσματα.
Νόμισες τώρα που θα βγαίνει χωρίς εσένα θα ξεθαρρέψει και θα αποκαλυφθεί. Μα τι σημασία έχει τι ρούχο θα τραβήξει απ΄την ντουλάπα; Κοίτα μόνο, στις φωτογραφίες που θα την τραβήξουν, το χαμόγελό της. Παρατήρησε πώς χασκογελάει αδέξια. Η βαβούρα του καπνού και το νταβαντούρι των ηχείων ανατινάζουν την ήρεμη δύναμή της. Προσπαθεί ν’ ανεχτεί τον χώρο, να συγκεντρωθεί στη λάμπα της εξόδου, να καταφέρει να προσαρμοστεί στο ψηλοτάβανο δωμάτιο, να βολευτεί στο ετοιμόρροπο σκαμπό, να χορέψει, να γυρίσει το κεφάλι μην της απευθύνουν τον λόγο περισσότερο. Ας μην τη ρωτήσουν πώς τη λένε, ας μην της κάνουν κανένα κομπλιμέντο. Θα ρωτήσεις· τι θέλει εκεί μέσα και γιατί βγαίνει κάθε βράδυ να λέει πως διασκεδάζει.
Ακριβώς αυτό. Βγαίνει για «να λέει πως…». Να λέει πως διασκεδάζει, να λέει πως είναι καλά. Να λέει πως ξέχασε ήδη. Να ξεβγάλει για μία νύχτα ακόμα τον εαυτό της. Με τις νύχτες έχει πρόβλημα. Οι μέρες κυλούν μαστιγωμένες από το τικ-τακ του ρολογιού. Δε γίνεται κανένα λάθος, δεν ξεφεύγει ούτε λεπτό ο χρόνος. Οι νύχτες είναι ασήκωτες, κι έτσι σηκώνει στις μύτες τα πόδια της, βάζει πούδρα μπόλικου γέλιου στο πρόσωπό της και το σκάει δήθεν αδιάφορη, με πηγαία αυτοπεποίθηση κι αποφασιστικότητα πως ξέρει τι κάνει.
Μα όλο αυτό είναι μια φούσκα μεγαλύτερη από εκείνη που κάνει με την τσίχλα που μασάει, για το παίζει τάχα πως έχει άνεση με τους ανθρώπους. Και μια φαρσοκωμωδία πιο άνοστη από την καραμέλα που ξόδευε για να λέει: «Είμαι εντάξει».
Είναι εντάξει, κατάλαβες; Όπως τη θυμάσαι, εντάξει είναι. Κι όπως συστήνεται στον κόσμο πάλι εντάξει είναι και για τον κόσμο. Μα όσο δε βρίσκει τις άκρες μέσα της, θα φτιάχνει άκρες πάνω της και θα σχηματίζει γωνία, τόσο μυτερή κι αιχμηρή που θα γρατζουνάει όποιον πάει να την ακουμπήσει.
Θέλει να της κοιτάξουν τα μάτια στα ίσα, να δουν παραμέσα από το πρόσωπο, πιο κάτω απ΄το στρώμα του δέρματός της, πιο πέρα απ΄ το κορμί της. Θέλει να της χαμογελάσουν με καμάρι, επιτρέποντάς της να πει ό,τι θέλει χωρίς να της κόψουν τον λόγο. Να ενδιαφερθούν ν’ ακούσουν κι όχι να υπολογίζουν τι να πρωτοπιάσουν κατά λάθος. Κρίμα που ο έρωτας ορίζεται συχνά ως νίκη για τρόπαιο. Εκείνη θα αρνιέται να γίνεται τρόπαιο γιατί βρίσκει καλύτερη τιμή στη μοναξιά της. Την επιλέγει ευχάριστα και δεν παραπονιέται ποτέ. Οι φίλοι της τής γκρινιάζουν μόνο, με το που τη βλέπουν να κατσουφιάζει απ΄τις μνήμες.
Μα δεν την παρηγόρησε κανένας γιατί δε μίλησε για σένα σε κανέναν. Δεν άφησε να της σκουπίσουν τα δάκρυα κι ούτε θέλησε να τη γυρίσουν σπίτι. Αν οι βραδινοί περίπατοί της δείχνουν την προσπάθειά της να πάει παρακάτω, τότε έχει βρει τον πιο απλοϊκό τρόπο να την αφήνουν όλοι ήσυχη. Αφού βγαίνει και χαμογελάει, μάλλον τα ξεπέρασε όλα.
Και μιας που ήρθες μέχρι εδώ, μιας που τώρα θυμήθηκες να επιστρέψεις, τι περιμένεις; Φύγε. Είναι εντάξει, σου είπα. Αυτή την επίσκεψη την άργησες κάτι χρόνια. Δεν ήσουν ποτέ αληθινός αγαπημένος της, ήσουν απλώς, αθεράπευτα αργοπορημένος.