«Γιατί εσένα;» με ρωτούν και μόνο που με ρωτούν με κάνουν να πιστεύω πως κάνω κάτι λάθος. Λες και ξήλωσα την αγαπημένη τους ζακέτα, λες κι ανακάτεψα τα πράγματά τους, λες και τα έβαλα μαζί τους. Εκείνοι πάλι, όντως, προσπάθησαν να τα βάλουν μαζί σου. Εκείνοι κριτίκαραν τα συναισθήματά μου. Είναι τόσοι πολλοί και φαίνομαι μπροστά τους μια παράξενη, που δεν καταλαβαίνει τι κάνει κι ούτε συνειδητοποιεί τι νιώθει.
Έλεγαν πως δεν άξιζες, πως δεν έπρεπε να μπλέξω μαζί σου, χωρίς να ξέρει κανείς, όμως, πόσο μπλεγμένη ήταν ήδη η ζωή μου πριν σε γνωρίσω. Τι στρίμωγμα ένιωθα, μπας και χωρέσω σε καλούπια συγκεκριμένα, που ποτέ δε συμπάθησα, που πιεζόμουν τη νύχτα κι ανεχόμουν τη μέρα.
Έλεγαν πως δεν ήξερες να φέρεσαι, ήσουν ένας θρασύς, που μοίραζες παντού τα ίδια επικριτικά λόγια για να κολακεύσεις τον ναρκισσισμό σου. Δε διαφώνησα μαζί τους. Ούτε συμφώνησα, βεβαίως. Σίγουρα σώπασα, κοίταξα απέξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο κι ήταν λες κι έπαιρνα το μέρος σου, γιατί όντως βρίσκεσαι απέξω, απέχεις τόσο μακριά απ’ τη γνώμη που έχουν για σένα.
Γιατί εσένα; Γιατί ήσουν όλο αυτό που τόσα χρόνια ζητούσα στη ζωή μου και δεν τολμούσα να ζήσω. Το αυθόρμητο ταξίδι χωρίς προορισμό, χωρίς αποσκευές, χωρίς να κοιτάζω το ρολόι, χωρίς να με πειράζει ο ήλιος και το χιόνι. Να γελάω δυνατά μες στη μέση του δρόμου, χωρίς να με απασχολεί αν ενόχλησε η χαρά μου τους περαστικούς. Να χορεύω δίπλα στη θάλασσα με μόνη μουσική ένα τραγούδι απ’ το κινητό σου. Να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα χωρίς να βιάζομαι να γυρίσω σπίτι, χωρίς να ξέρω τι θα κάνω μετά.
Για την αλήτικη βόλτα που έκανα μαζί σου ως το χάραμα, για το παγωτό που έφαγα για πρωινό, για το δρομολόγιο που έχασα για να συζητήσουμε λίγο ακόμα. Για την πολύωρη αγκαλιά στο παγκάκι της πλατείας, για την επιμονή σου να φάω άλλη μία μπουκιά, για τη φροντίδα σου να μου κρατήσεις την τσάντα ώστε να μη με βαραίνει.
Γιατί όταν σε πρωτοσυνάντησα ήταν λες και σε ήξερα χρόνια, ήθελα να στα πω όλα, όχι για να μάθεις για μένα, αλλά για να βρεις επιτέλους τη δικαιολογία να με αγκαλιάσεις. Για τον τρόπο που απολαμβάνεις την κάθε στιγμή, για την ευκαιρία που αρπάζεις -χωρίς να το σκεφτείς δεύτερη φορά. Γιατί ξέρεις τι θέλεις και ξέρεις πώς να το έχεις. Για την τρέλα σου να ζεις το πάθος σου χωρίς να δικαιολογείσαι πουθενά, για την αδυναμία σου να προσφέρεις όπου σε χρειάζονται και τη γοητεία σου να αστειεύεσαι, κάνοντας πάντα τόσο αισθητή την παρουσία σου.
Για το ατίθασο βλέμμα σου, που δεν προσπάθησα ποτέ μου να τιθασεύσω. Ήθελα να μπορώ να σε κοιτάζω χωρίς να κρίνω τα ελαττώματά σου. Να μπορώ να σε πιάνω και να μεταφέρω πάνω μου την ενέργειά σου. Ήθελα να σωπαίνω για να σιγοτραγουδάς και να σε κλεφτοχαζεύω δίπλα μου. Να παρατηρώ τις λεπτομέρειές σου, να τσιμπάω τα πλευρά σου, να διακόπτω τον οίστρο σου, για να πω απλώς πως μου αρέσει πολύ το φρέσκο κούρεμά σου.
Για όλη αυτή την ελευθερία που ένιωσα μαζί σου, την άνεση και τον αυθορμητισμό. Δεν είχα πια λόγο ντρέπομαι και να διστάζω, δεν είχα πια φοβία με τον κόσμο, γιατί εσύ ήσουν ο κόσμος και μαζί σου αφέθηκα στο μπουλούκι των ξένων με άνεση, με χαμόγελο, χωρίς να με ενοχλεί πια η φασαρία. Γιατί μαζί σου δεν κλείστηκα σπίτι. Ήξερα πως μπορεί να ξεκινήσουμε από κάπου και να καταλήξουμε οπουδήποτε. Αυτό το οπουδήποτε που πάντα ονειρευόμουν. Χωρίς πλάνο, χωρίς σκοπό, έτσι για το κέφι μας, γιατί απλά το θέλαμε, γιατί απλά το νιώσαμε.
Μα όλα αυτά οι άλλοι δεν τα έβλεπαν πάνω σου. Έβλεπαν μόνο την επιφάνεια και τον ρηχό –για εκείνους– σκοπό σου. Ήσουν πάντα τόσο αληθινός για σε αντέξουν. Δεν έκρυψες ποτέ τι είσαι. Δεν ωραιοποίησες τον εαυτό σου, δε μέτρησες τα λόγια σου, δε φοβήθηκες να αναμετρηθείς με όσους στράφηκαν εναντίον σου, να μην ξαναμιλήσεις σε όσους σου αντιμίλησαν, να ξεσκεπάσεις όσους σε προσέβαλαν κι ας ήσουν μόνος, κι ας άκουγες τόσα. Τολμούσες να πας μπροστά τους, να σταθείς, να εκτεθείς, να αντέξεις την ειρωνεία τους. Αυτό θαύμασα, που δεν κώλωσες να είσαι το οτιδήποτέ σου. Δε με ενδιέφερε αν ήσουν τόσο χύμα κι αν πονούσε η αλήθεια σου. Με ένοιαζε μόνο που ήσουν αληθινός.
Λένε πως ο ερωτάς εξιδανικεύει. Πως δε βλέπεις τον άλλον ακριβώς όπως είναι. Κι όμως, εγώ σε είδα όπως είσαι. Είδα αυτό που κανείς δεν έβλεπε σε σένα. Είδα την αυθεντικότητά σου. Έρωτας σημαίνει να θαυμάζεις. Κι εγώ σε θαύμασα, κι ας έλεγαν οι άλλοι πως έχεις χίλια δυο κουσούρια. Εγώ δεν έβλεπα κουσούρια, έβλεπα μόνο την αλήθεια σου.
Κι η αλήθεια δεν έχει κουσούρια. Έχει μόνο μια λαθραία αγκαλιά, που την άφηνες πάνω μου κι αυτή ήταν η δική σου απάντηση σε όλα τα «γιατί εσένα» του κόσμου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη