«Πόσο θα μου το κρατάς μανιάτικο;» λέμε, κι απ’ τη στιγμή που έχουμε φτάσει στο σημείο να κάνουμε αυτήν την ερώτηση, σημαίνει πως δε φερθήκαμε καλά σε κάποιον, για να αποφάσισε να πάρει τις αποστάσεις του από μας. Ταυτόχρονα, βέβαια, είναι κι ένας τρόπος να ειρωνευτούμε τη σοβαρότητα με την οποία ο ενοχλημένος αντιμετωπίζει τη συμπεριφορά μας, η οποία μπορεί να αφορούσε απλώς μια άτυχη στιγμή μας.
Οι λέξεις όπως λέγονται μπορεί και να αναιρούνται. Αν δεν πετυχαίνει η πρόθεσή τους κι αν παρεξηγείται η ερμηνεία τους, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε τον λανθασμένο τρόπο με τον οποίο εκφραστήκαμε και με μία ειλικρινή συγγνώμη μας και μια υπόσχεση πως η συμπεριφορά μας αυτή δε θα επαναληφθεί, να θεωρήσουμε –αμοιβαία– το ατυχές συμβάν παρελθόν.
Βέβαια, αν τα λόγια καταφέρει, τελικά, να τα πάρει ο αέρας, τις πράξεις δεν τις παίρνει κι ούτε τις σηκώνει με την ίδια ευκολία κανείς, ιδιαίτερα αν έχουν στραβοπατήσει τον ευερέθιστο κάλο του εγωισμού. Τα λόγια κι οι πράξεις παίρνουν πνοή μέσα απ’ τα συναισθήματα. Καμιά λέξη και καμία ενέργεια δεν έχει ουσία αν δεν τα ‘χει αγγίξει πρώτα το συναίσθημα. «Μπορεί να ξεχνάς τι σου έκαναν ή τι σου είπαν αλλά ποτέ δε θα ξεχάσεις πώς σε έκαναν να νιώσεις». Από εκεί και πέρα είναι δίκη σου ευθύνη πόση σημασία θα δώσεις και πόσο θα ασχοληθείς με εκείνο που σε ‘χει ενοχλήσει.
Όταν κάτι το παίρνουμε προσωπικά, κρατάμε μούτρα –συνήθως κατεβασμένα, σίγουρα όχι ευχάριστα και σε καμία περίπτωση με φιλική διάθεση– αρνούμενοι να βάλουμε έστω και μία σταγόνα νερό στο κρασί μας, τσουγκρίζοντας και πηγαίνοντας παρακάτω.
Παρ’ όλα αυτά, όσο άδικο κι αν ήταν κάτι που μας έκαναν ή μας είπαν, τόσο άδικα μπορεί να φερθούμε κι εμείς σε εκείνους. Οι αντιδράσεις μας πάνω στα λάθη των άλλων είναι πολλές φόρες χειρότερες απ’ τα ίδια τα λάθη που (υποτίθεται) έγιναν εις βάρος μας, ειδικά αν δεν υπήρχε αυτή η πρόθεση απ’ την πλευρά του «θύτη». Με αφορμή την ενόχληση που λαμβάνουμε, μπορεί να ανταποδώσουμε την ίδια ενόχληση με ακόμη πιο έντονο τρόπο, και μάλιστα με απόλυτη συνειδητοποίηση των πράξεών μας.
Βρίσκουμε την ευκαιρία να θυματοποίησουμε τον εαυτό μας για να κερδίσουμε απ’ τους γύρω το σεβασμό και την παρηγοριά και να τραβήξουμε την προσοχή του ισχυρού. Η εκτεταμένη αποκοπή απ’ τα γεγονότα κι η άρνηση να γίνουμε συζητήσιμοι, μας βάζει στη θέση του απόλυτου, ίσως περίεργου και πεισματάρη, αντιδραστικού ή ευέξαπτου, που υποσυνείδητα μπορεί και να μας βολεύει, γιατί θεωρούμαστε κολακευτικά δύσκολοι κι αυτόματα ακριβοθώρητοι.
Ωστόσο, νομίζοντας πως ελέγχουμε εμείς την εξέλιξη των γεγονότων, μοιάζουμε λες και προεδρεύουμε πίσω από μια βιτρίνα που γίνεται το καμουφλάζ των εσωτερικών μας ανασφαλειών. Τι λόγο έχουμε να είμαστε θιγμένοι; Πού μας ωφελεί να στεκόμαστε αμετακίνητοι στην ισχυρογνωμοσύνη μας; Έχουμε μια τάση εκδικητικότητας. «Αφού μου φέρθηκες έτσι, τώρα θα δεις πώς θα σου φερθώ».
Εκτελούμε έναν ψυχολογικό πόλεμο με τον οποίο νομίζουμε πως οριοθετούμε τον εαυτό μας, αλλά μάλλον τον απομονώνουμε περισσότερο. Του κλείνουμε το στόμα, τα αφτιά και τα μάτια, τον κρατάμε με το άβολο συναίσθημα της προσβολής κι επιλέγουμε την απόσταση ως μέσο έκφρασης της ενόχλησή μας.
Κι όσο αποφεύγουμε τη συζήτηση κι αποστασιοποιούμαστε, αυτομάτως παίρνουμε πολύ περισσότερη σημασία απ’ το περιβάλλον μας, που ακόμα κι αν κάνουμε πως δεν τη θέλουμε, στην ουσία μας κολακεύει, γιατί γινόμαστε εκείνος ο άκαμπτος που όλοι προσπαθούν να πλησιάσουν κι ο εγωισμός μας αρέσκεται στο να κρατάει τη γνώμη του αμετακίνητη.
Προσπαθούμε να ενοχλήσουμε τον άλλον ακόμα και δημιουργώντας του ενοχές που μας ενόχλησε πρώτος. Αν η ενόχλησή μας αφορά έναν οικογενειακό διαπληκτισμό, ίσως αρνηθούμε να φάμε το φαγητό που μας σέρβιραν οι δικοί μας, αν είναι ερωτικό το θέμα, θα αφήσουμε πάμπολλες κλήσεις και μηνύματα αναπάντητα κι αν είναι φιλική η παρεξήγηση δε θα στηρίξουμε ξανά απόψεις του φίλου μας ή θα αναβάλλουμε τις επόμενες συναντήσεις μας. Κι αυτές είναι ανώριμες –προφανώς– αλλά εντελώς άκακες αντιδράσεις μέσα στην απλή καθημερινότητα.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που η αντίδρασή μας κρατάει χρόνια, σαν μια κολόνια βαριά εθιστική που φέρνει δυσωδία στη σκέψη, αναστάτωση στην ηρεμία και μια βαθιά απορία, γιατί να πρέπει να υποστούμε την εκδικητική σιωπή ενός εγωιστή για τόσο μεγάλο διάστημα. Λες και μία κακιά στιγμή του τότε την κάναμε παγάκι για να μας θυμίζει την παρεξήγηση και την ψυχρότητα που πήρε με μιας η κάποτε όμορφη σχέση μας -ό,τι είδους σχέση κι αν ήταν.
Όσο κι αν κρούεις το κουδούνι του προσβεβλημένου, δε θα ανοίξει την πόρτα. Ο θιγμένος εγωισμός δεν ξεχνά. Καμία συγχώρεση δεν τον δελεάζει, έχει κλειδώσει από μέσα ο ανταγωνισμός κι άφησε πάνω στα κλειδιά ένα πείσμα που δε σηκώνει περιθώρια επανόρθωσης. Το θίξιμο καταλήγει να γίνεται ιδεολογία συμπεριφοράς, μα στην ουσία δείχνει μόνο την αδυναμία μας να κατανοήσουμε την αξία της συγχώρεσης.
Όποιος θέλει να λύσει το πρόβλημα το λύνει τετ-α-τετ. Έχει τον άλλον για αρχή απέναντί του, με σκοπό στο τέλος να τον φέρει δίπλα του, συγχωρώντας τον και κατανοώντας πως κανείς δεν είναι τέλειος. Δεν ευτύχησε κανείς κρατώντας μούτρα. Κι αν θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, να ξεκλειδώσουμε, να συγχωρέσουμε και να πάμε παρακάτω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη