Αν δεν είμαστε καλά ψυχολογικά η λύση είναι να επισκεφτούμε κάποιον ψυχολόγο -ή μήπως όχι; Πόσες δύσκολες στιγμές πρέπει να μαζευτούν ώστε ν’ αποφασίσουμε να συμβουλευτούμε κάποιον ειδικό; Κι αν επιλέξουμε να μοιραστούμε τα θέματά μας στην πολυθρόνα ενός ψυχοθεραπευτή, είναι επειδή δεν έχουμε πού αλλού να τα πούμε ή ζητάμε εξαρχής μια εμπεριστατωμένη άποψη σχετικά με το πρόβλημά μας;
Όποια κι αν είναι η αφορμή που θα μας οδηγήσει στην ψυχοθεραπεία, το σίγουρο είναι πως δεν μπαίνει κανείς σε μια τέτοια διαδικασία χωρίς να το ‘χει θελήσει πραγματικά από μόνος του. Δεν έχει να κάνει με το αν ήταν δίκη του η πρωτοβουλία, αλλά σίγουρα μια παρότρυνση απ’ το περιβάλλον του δεν αρκεί για τον πείσει. Η απόφαση πρέπει να ‘ναι μόνο δική του και λέμε «πρέπει», γιατί όντως χωρίς τη δική του συναίνεση –για οποιαδήποτε θεραπεία– δυσκολεύεται το έργο και του θεραπευτή αλλά κυρίως του ίδιου του θεραπευόμενου.
Πράγματι, υπάρχουν άνθρωποι που αποφεύγουν την ψυχοθεραπεία κι οι αιτιολογίες τους είναι πολύ συγκεκριμένες. Η ψυχοθεραπεία είναι μια σύνθετη λέξη οπότε και μόνο στο άκουσμα μιας έννοιας που περιλαμβάνει «θεραπεία», αυτομάτως ο νους συνειρμικά καταλήγει πως για να υπάρξει θεραπεία θα υπάρχει πρωτίστως πρόβλημα κι η αλήθεια είναι πως κανείς δε θέλει να ‘χει πρόβλημα. Έπειτα, η υπόλοιπη σύνθεση της λέξης αφορά την «ψυχή» κι απ’ τη στιγμή που η ψυχή είναι μια άυλη έννοια, ένας σκεπτικός νους δεν μπορεί να νιώσει οικεία μαζί της κατανοώντας την λογικά.
Κι ακριβώς επειδή η ψυχή σχετίζεται με κάτι παραπέρα απ’ τη σφαίρα του δεδομένου και κάτι παραμέσα απ’ την επιφάνεια του προκαθορισμένου, μέσω της ψυχοθεραπείας θα χρειαστεί απαραίτητα ν’ αφήσουμε πίσω όποια συνηθισμένη νοοτροπία δε μας εξελίσσει, να ξεβολέψουμε όποιο γνώριμο σκεπτικό δε μας αναπτύσσει, επιτρέποντας σε νέες αντιλήψεις και διαφορετικές προσεγγίσεις να αντικαταστήσουν κάθε δεδομένο που μας κρατά κολλημένους στα ίδια αδιέξοδα.
Κι όλη αυτή η διαδικασία είναι λογικό να τρομάζει, αφού ο νους συχνά αρνείται ν’ αφήσει αυτό που ξέρει –όσο κι αν τον ενοχλεί– για να υιοθετήσει μια νέα συμπεριφορά, που του είναι τελείως άγνωστη ακόμα κι αν τον εξελίσσει. Φοβόμαστε το άγνωστο. Μα περισσότερο τρομάζουμε με το άγνωστο που κρύβεται μέσα μας.
Δεν είναι απλό να έρθουμε αντιμέτωποι με τ’ ανέγγιχτα κομμάτια του εαυτού μας. Ίσως, μέσα μας υπάρχουν μυστικά, απωθημένα, φόβοι, ανασφάλειες, θλίψη ή ενοχές που αρνούμαστε να δούμε κατάματα. Βέβαια, εύλογα θ’ αναρωτηθούμε γιατί αυτά που κρύβονται μέσα μας ντε και καλά να ‘χουν αρνητική χροιά και ν’ αφορούν μόνο ανησυχίες και κινδύνους; Αυτό συμβαίνει επειδή μπορεί ναι μεν στο υποσυνείδητο να περνούν όλα μας τα συναισθήματα –είτε όμορφα είτε στενάχωρα–, όμως ο νους τείνει να ταυτίζεται με τα δύσκολα κι άκαμπτα, με εκείνα δηλαδή που θα ήταν πρόκληση για τον ίδιο να καταφέρει να φέρει εις πέρας.
Πολλές φορές όσο προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη με τον εαυτό μας, κάποια στιγμή κουραζόμαστε κιόλας να ψαχνόμαστε μέσα μας, με αποτέλεσμα συχνά να παρατάμε τον δρόμο μας προς την αλλαγή, εξαιτίας της κούρασης για υπερπροσπάθεια. Η ψυχοθεραπεία φαίνεται πως χρειάζεται πειθαρχία και συνέπεια για να φέρει πραγματικό αποτέλεσμα και κανείς μας δε θέλει να παιδεύεται. Φαίνεται συχνά λες κι η αυτοεξέλιξη είναι δύσκολη υπόθεση. Κι όντως είναι απαιτητική, ειδικά όσο ο νους μας αντιστέκεται στο καινούριο σκεπτικό εξέλιξής μας κι όσο επιτρέπουμε να μας ελέγχουν οι περιορισμοί μας.
Έπειτα, πολύ σπουδαίο ρόλο στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας παίζει ο ίδιος ο θεραπευτής. Αν δεν έχει βρεθεί ο κατάλληλος να μας δώσει έμπνευση και να μας εμψυχώνει έμπρακτα προς τον στόχο μας, είναι λογικό ν’ αμφιβάλλουμε για το αποτέλεσμα που μας εγγυάται, όπως επίσης με την υπερβολή που πολλές φορές μας διακατέχει θα θεωρήσουμε το έργο όλων των θεραπευτών αδύναμο. Δε χρειάζεται να φτάνουμε στα άκρα. Ο καθένας κάνει τη δουλειά του με τον τρόπο που πιστεύει κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλά είδη ψυχοθεραπείας για να διαλέξουμε τι μας ταιριάζει καλύτερα.
Η ψυχοθεραπεία είναι ένας γενικός όρος ο οποίος στεγάζει διάφορες θεραπείες που αφορούν την ψυχή. Κι όταν αναφερόμαστε στην ψυχή εννοούμε το συναίσθημα και τη σκέψη. Η σκέψη προκαλεί συναίσθημα, το συναίσθημα εθίζεται προκαλώντας κι άλλες σκέψεις κι αυτός ο φαύλος κύκλος είναι η αρχή και το τέλος των προβλημάτων μας. Το θέμα είναι τι είδους σκέψη θα επιλέξουμε να ‘χουμε. Θα σκεφτόμαστε το πρόβλημα ή τη λύση του; Θα νιώθουμε τον φόβο ή την απελευθέρωσή μας από εκείνον;
Κάποιος που αρνείται πεισματικά την ψυχοθεραπεία φαίνεται πως την έχει συνδέσει με κάτι που τον αναστατώνει ή τον αγχώνει, νομίζοντας ακόμα και πως μιλώντας για τον εαυτό του παραέξω εκτίθεται προσωπικά και τελικά δυσπιστεί για την αποτελεσματικότητά της από άμυνα. Είναι φορές που θεωρούμε πως από μόνοι μας έχουμε τη λύση για όλα. Πως καμία συμβουλή κανενός ειδικού δεν μπορεί να μας βοηθήσει, γιατί προφανώς ξέρουμε καλύτερα οι ίδιοι να φροντίσουμε τον εαυτό μας. Μας πιάνει μια έπαρση παντοδυναμίας ότι δε χρειαζόμαστε κανέναν να σταθεί πλάι μας.
Παρ’ όλα αυτά, δε χάνουμε κάτι ν’ ακούσουμε μια διαφορετική προσέγγιση από αυτή που ξέρουμε ήδη. Δε χάνουμε κάτι να τολμήσουμε μικρές αλλαγές στη ζωή μας. Δε χάνουμε μαθαίνοντας για τον εαυτό μας κι η ψυχοθεραπεία δίνει κατευθύνσεις για να κερδίσουμε την καλύτερη εκδοχή που μπορούμε να έχουμε.