Τον θες αυτόν τον άνθρωπο· σβήνεις και χάνεσαι. Μα σβήνεις και το μήνυμα που πήγαινες να στείλεις και χάνεις πια και την οπτική επαφή μαζί του, γιατί ταράζεσαι όταν τον κοιτάς κατάματα. Δε θα του μιλήσεις, δε θα τον κοιτάξεις, δε θα κάτσεις στη διπλανή καρέκλα, δε θα δώσεις δικαιώματα. Βολεύεσαι τρεις-τέσσερις θέσεις μακριά, χαζεύεις στο κινητό σου τη ροή της ημέρας, ενώ πού και πού πετάς ένα χαμογελάκι, να φανεί πως συμμετέχεις ενεργά στη συζήτηση της παρέας.
Εννοείται, βέβαια, πως καίγεσαι αυτή η παρέα να μικρύνει μέχρι να μείνετε οι δύο σας, αλλά προτιμάς να καψαλίζεσαι απ’ τις σπίθες του εγωισμού σου, να τσουρουφλίζεσαι απ’ την υπερηφάνεια σου, να σκας απ’ τη ζέστη που σου προκαλεί ο πόθος σου για τα πράσινα μάτια και τα καστανά του μαλλιά, προτιμάς να σιγολιώνεις απ’ το να εκπέμψεις προς το μέρος του σήματα μορς, δηλώνοντάς του ευθαρσώς τη φωτιά που καίει τα σωθικά σου για την πάρτη του.
Σου αρέσει και τρελαίνεσαι, μα δε θα το δείξεις. Θα κρατήσεις ανωτερότητα -από εκείνη που περνάς πλάι του και δε μιλάς, παρακαλώντας από μέσα σου να σου μιλήσει πρώτος. Θα προσποιηθείς αδιαφορία -από εκείνη που φεύγεις και δε χαιρετάς, με απώτερο σκοπό να παρεξηγηθεί κιόλας που δεν τον καληνύχτησες. Θα ξεχάσεις επίτηδες το κασκόλ σου, θεωρώντας την αμέλειά σου καλή πρόφαση, μήπως τρέξει πίσω σου να σου το δώσει, θα γκρινιάξεις πως πεινάς, μήπως προτείνει να βγείτε για φαγητό, θα κάνεις, τάχα, πως δεν ξέρεις την περιοχή για να φροντίσει να σου μάθει τα κατατόπια. Θα δώσεις αφορμές, θα πετάξεις το δόλωμα, όμως, το πρώτο βήμα απευθείας κι άμεσα δεν πρόκειται να το κάνεις.
Πώς αλλιώς θα κρατήσεις τα προσχήματα; Από καρδούλες που κάνουν τα μάτια σου, θεωρείς καλύτερο να φτιάχνουν κύκλους περιμετρικά στο χώρο, οπουδήποτε αλλού, αρκεί να μη συναντήσουν ούτε πρόσωπο ούτε σώμα δικό του. Μπορείς να μιλήσεις με οποιονδήποτε άλλον εκτός απ’ τον ενδιαφερόμενο. Εκείνος είναι η απαγορευμένη σου ζώνη. Σύμφωνα με το πεισματάρικο μυαλό σου, δεν επιτρέπεται να ασχοληθείς, δε γίνεται να φανερωθείς, δε θα αποκαλύψεις τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου, γιατί δεν πρέπει να κάνεις εσύ την πρώτη κίνηση.
Έχεις πασάρει απέναντι την ευθύνη της αρχικής προσέγγισης. Τον έχεις αφήσει –το ξέρει-δεν το ξέρει– να σε πλησιάσει παίρνοντας την πρωτοβουλία, ακόμα κι αν κατά βάθος ξέρεις πως δε θα του δώσεις με μιας τη σιγουριά πως σε κατάφερε εύκολα. Τυραννία αγαπησιάρικη και πείσματα για τη νοστιμάδα του έρωτα φαίνεται πως γυρεύεις να προκαλέσεις.
Ωστόσο, μήπως, τελικά δίνεις το αντίθετο μήνυμα απ’ αυτό που η επιθυμία σου ζητάει να νιώσει; Επιλέγεις να κρατήσεις άμυνες, κρατάς αδιάφορη στάση με ιδιαίτερη ψυχραιμία κι οριακή αναισθησία, μήπως περάσει το μεγάλο ενδιαφέρον σου για εκείνο το πρόσωπο απαρατήρητο. Κι έτσι χτίζεις ένα απόρθητο τείχος, που και να θέλει ο άλλος να ‘ρθει να σου μιλήσει πρώτος, είναι λες κι έρχεται προς το μέρος σου πατώντας πάνω σε νάρκες διασκορπισμένες εδώ κι εκεί. Οφείλει να προσέξει τόσο την προσέγγισή του πάνω σου, μην τυχόν και σε ενοχλήσει ή δεν κάνει κάτι σωστά, που τελικά αν έχει τόση δυσκολία ο δρόμος προς την καρδιά σου, ίσως να μην κάνει τον κόπο να φτάσει ως τον πυρήνα.
Κι όμως, μέσα σου λες πως τον αξίζεις αυτόν τον κόπο. Γιατί κάποια στιγμή αποφάσισες πως εκείνος που θα επιτρέψεις να ‘ρθει στη ζωή σου θα ‘ναι κάποιος που θα σε θέλει πολύ. Θα ξεσηκώσει θάλασσες και θα μετρήσει αμμουδιές, θα ευαισθητοποιηθεί απ’ τον χαρακτήρα σου, θ’ αντέξει τις ιδιοτροπίες σου, θα επιμείνει μπροστά στον εγωισμό σου, θα κρατηθεί ως το ύψος το δικό σου, θα βρει χαριτωμένα τα νάζια σου, θα μαντέψει τα διλήμματά σου, θα καταλάβει τον δισταγμό σου, θα σε αγαπήσει για ό,τι είσαι, επειδή θα νιώσει πως μπορείς να τον αγαπήσεις ακριβώς γι’ αυτό που είναι.
Μα είναι λες και δεν παρασύρεσαι απ’ τα συναισθήματά σου. Τα νιώθεις χωρίς να ξεγελιέσαι απ’ αυτά. Και το να μη μιλάς για τα αισθήματά σου κουράγιο θέλει. Να θες τον άλλον, αλλά να μην του το λες καθαρά από εγωισμό. Δεν είναι ότι φοβάσαι την απόρριψη, αλλά σε έχει πιάσει το πείσμα να κάνει εκείνος πρώτος την κίνηση, επειδή εσύ είτε θες να νιώσεις υπεράνω ή δε θες να απογοητευτείς παραπάνω, αν καταλάβεις πως έκανες την προσέγγιση και δε βγήκε όπως την υπολόγιζες.
Μόνο που ο έρωτας δεν μπορεί να αριθμήσει μια ακριβή διαδικασία προσέγγισης, ούτε να ορίσει απόλυτα τα δεδομένα της εξέλιξης μιας σχέσης. Υπάρχουν πάντα αποκλίσεις, γιατί το συναίσθημα διαφέρει από άτομο σε άτομο κι από παλμικό χτύπο καρδιάς σε τολμηρό χτύπο πόρτας. Είναι κάποιες φορές που η θέληση κι η πράξη πρέπει να συντονίζονται. Η καρδιά οφείλει να απαιτεί απ’ τη σκέψη να ρισκάρει να εκφραστεί, κι ό,τι γίνει.
Δε σου ορκίζεται ο έρωτας πως θα μείνεις αγρατζούνιστος για πάντα. Ο έρωτας, ίσως, να ‘ναι κι ένα ρίσκο. Είναι τρελό να νομίζουμε πως απολαμβάνουμε στο έπακρον αυτό το συναίσθημα παραμένοντας αμέτοχοι στο πρακτικό επίπεδο εκφραστικότητάς του. Δε θέλουμε να κουνήσουμε ούτε δαχτυλάκι. Περιμένουμε να κάνει ο άλλος την κίνηση και πάλι θα το παίξουμε δύσκολοι.
Μα όσο δεν ξεκουνάμε τα δάχτυλα, τα χέρια μας συνεχίζουν να μένουν άδεια. Πόσο καλύτερο θα ήταν να μη βάζαμε τόσα εμπόδια στις σχέσεις μας, να τα κάναμε όλα πιο εύκολα, γιατί και τα χέρια έχουν φτιαχτεί για να ενώνονται σφιχτά κι αυτό βοηθάει στο να μην αποχαιρετιούνται παραπονεμένα.