«Τι είναι αυτό που μας ενώνει, μας χωρίζει, μας πληγώνει
Είναι ο χρόνος που τελειώνει και ξανά μένουμε μόνοι»
Στίχοι. Λόγια βγαλμένα απ’ τη ζωή, που ‘χουν στο βάθος τους μια λεπτή κόκκινη κλωστή αλήθειας. Λεπτή για να σπάει εύκολα και κοκκινισμένη απ’ τα χαστούκια, μιας που ακόμα δεν έμαθα να φέρομαι σωστά στην ευτυχία. Πώς να με σεβαστεί η μοίρα όταν την παραμελώ; Πώς να κρατήσω το όνειρό μου ζωντανό όσο αφήνομαι σε ένα συναίσθημα βουβό και προτετελεσμένο;
Η κλωστή πάντα λεπτή. Σπάει εκείνη, σπάμε κι εμείς μαζί της. Διαλύεται και μας διαλύει. Μη δέσουμε παραπάνω οι δυο μας. Δεν πρέπει. Δεν πρέπει να με θελήσεις πιο πέρα από όσο μπορείς. Δεν πρέπει να σε αφήσω να αλωνίσεις στην καρδιά μου παραπάνω γιατί βαραίνει και είναι ασήκωτη. Ασήκωτη για να την κρατήσεις στις πλάτες σου. Βαριά κι ασήκωτη για να μου τη μεταφέρεις σε άλλα μέρη, σε άλλους τόπους, μακρινούς, που δε γνωρίζω.
Άσε την καρδιά μου κάτω. Άσε με να ζήσω όπως επέλεξα, χωρίς να έχω κάποιον δίπλα μου να μου σηκώνει λίγο από το βάρος. Άσε με να αντέχω μόνη μου το βάρος και τη δύναμή μου. Στέκομαι με την ίδια αντοχή που θαύμασες. Κι εγώ να ξέρεις σε θαυμάζω. Και τη δική μου και τη δική σου αντοχή θαύμασα κι ύστερα μετάνιωσα. Μετάνιωσα που παρασύρθηκα μαζί σου ως την κόλαση με τόση αναισθησία. Που δε σεβάστηκα τις επιλογές σου κι υπέκυψα σε κάτι παραγκωνισμένες ανάγκες.
Είχαμε την ίδια ανάγκη, τα ίδια πάθη και κάναμε τα ίδια λάθη. Μοιάζαμε κι ούτε το ξέραμε, αφέθηκες κι αφέθηκα μα δεν τα καταφέραμε. Δεν ανεβαίνουν όλοι ως την κορυφή παρέα. Πολλές φορές κάνεις να ανέβεις, βοηθάς, σε βοηθάνε, μα η θέα του ορίζοντα σε ξελογιάζει, σε απομονώνει απ’ τον στόχο κι αλλάζει τον τελικό προορισμό. Βρισκόμαστε κάπου αλλού, σε μια κρυφή σπηλιά, σ’ ένα καταφύγιο μικρό κι αποκομμένο. Είναι εύκολο να παρασυρθείς και πανεύκολο να αποκοιμηθείς όταν μπερδέψεις τη διαταγή για νανούρισμα. Θα γύρεις στο πλάι και θα αρχίσεις τα όνειρα.
Εμείς δε σταματήσαμε να κάνουμε τσιγάρο, δεν κοντοσταθήκαμε να βρούμε νερό να ξεδιψάσουμε. Εμείς σταματήσαμε να κάνουμε σκέψεις και κοντοστάθηκαμε να βρούμε πέτρες. Από αυτές τις πλατιές κι εύστοχες. Σηκώνεις την πέτρα και λιθοβολείς κάθε σκέψη. Έτσι παίξαμε. Αυτό ήταν το είδος της συζήτησης που κάναμε οι δυο μας. Σκεφτόσουν εσύ, κι εγώ σήκωνα μια πέτρα κι έριχνα τη σκέψη κάτω. Σκεφτόμουν εγώ, κι εσύ σήκωνες μια πέτρα κι έριχνες τη σκέψη κάτω. Κάναμε φασαρία, γεμίσαμε σκουπίδια, μείναμε με τις σκέψεις τρομαγμένες, κι οι πέτρες ξαφνικά μας τέλειωσαν.
Και τώρα; Τώρα ξέρεις και ξέρω πώς θα συνεχίσει το παιχνίδι. Όταν εξοντώνονται τα πιόνια, φανερώνονται ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Ο ανταγωνισμός μεγάλος. Η σιωπή ακράδαντη. Ποιος έχει σειρά να παίξει; Ποιος θυμάται κανόνες και έχει μυαλό για στρατηγικές κι όρεξη για ανταγωνισμούς και διεκδικήσεις; Αρνούμαι να πολεμήσω μαζί σου. Αφήνω σπαθιά κι ακόντια κάτω εμπρός σου. Αν τολμάς πάρ’ τα στα χέρια και παίξε πρώτος. Δείξε το πείσμα και τη διαύγειά σου.
Και φεύγεις. Έτσι πολεμάς. Δεν μπαίνεις καν στη διαδικασία να ενοχλήσεις την υπερηφάνεια μου. Δε διακινδυνεύεις να κοντράρεις την ανάσα μου. Κατά βάθος, όμως, τη χάρηκα τη φυγή σου. Σε παραδέχτηκα που δεν έμεινες να υποβιβάσεις τα ξαφνιασμένα συναισθήματα. Καμία σκέψη δεν επιτρέψαμε να βγει. Όλες τις πετροβολήσαμε όπως τους άρμοζε. Ξέρεις πόσο εύκολα οι σκέψεις γίνονται πράξεις; Στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας μια χαρά αναβλητικοί είμαστε. Στην καψούρα, όμως, ξελυσσάμε.
Εμπόδια δε βλέπουμε, σε ησυχία δεν καθόμαστε. Φοβάσαι; Δε χρειάζεται. Κι εμπόδια θα βάλουμε και ήσυχοι θα μείνουμε. Να μη φοβάσαι. Που δε φοβάσαι. Ούτε κι εγώ φοβάμαι. Μία βόλτα κάναμε και ήταν αρκετή. Μία νύχτα ανάγωγη κι αλήτισσα. Ακριβώς σαν κι εμένα. Να λες, πως κάποτε γνώρισες το άπειρο μα το στριφογύρισες επίτηδες να το ξεμπλέξεις. Το έκανες κύκλο γιατί μόνο έτσι θα μπορούσες να το δέσεις πάνω σου χωρίς κόπο. Θα λέω, πως κάποτε έλυσα από πάνω μου μια θηλιά, την έπλεξα σε σβούρες άπειρες μα ήρθε ένας θρασύς αλήτης και χάλασε τον κόπο μου.
Δεν παρασύρομαι εύκολα. Μα σ’ άφησα να πεις αυτά τα λόγια τα υπέροχα. Ό,τι κι αν ήταν. Αλήθεια ή ψέμα. Ενθουσιασμός ή παραζάλη. Ξημέρωσε. Τα λάθη κάνουν κρότο πια κι οι τύψεις με τη σκιά μου αλλάζουν βάρδια. Ένας περίπατος αμοιβαίος κι απρόβλεπτος. Αυτό ήταν. Μόνο. Δεν κουράστηκα. Γύρισα πίσω, ξέπλυνα το άδικο όπως ξέρω, αρνήθηκα να με παρηγορήσει η προσδοκία, απέφυγα την απληστία και σώπασα.
Το σπουδαίο, όμως, ήταν πως ένιωσα. Θυμήθηκα πώς είναι να αισθάνεσαι και να αισθάνονται για σένα. Κι ας μη βγάζει πουθενά. Αρκεί που ένιωσα. Αυτό είχα ανάγκη.
Αυτό είναι που μας ενώνει. Η ανάγκη. Η ανάγκη για το λάθος. Μη μας πουν αλάνθαστους και τέλειους. Κι αυτό είναι που μας χωρίζει. Η ανάγκη για το σωστό. Μην κατηγορηθούμε για σφάλματα και ατασθαλίες.
Και να σου πω την αλήθεια μου; Δεν ήταν λάθος. Συμφωνείς; Ήταν απλώς αργά. Κι ο χρόνος τελειώνει και ξανά μένουμε μόνοι ή –μιλώντας εγωιστικά– μόνη…