Θα σ΄τα πω μα στο τέλος θέλω να ‘ναι σαν να μην τ’ άκουσες. Μη συμπληρώσεις τις σκέψεις μου με απορίες που δε σε συμφέρουν οι απαντήσεις τους. Είναι κουραστικό ν’ αποφασίζεις να μιλήσεις για όσα νιώθεις κι όταν πλέον φτάσεις στον επίλογο, να μη βρίσκεις λέξεις να ολοκληρώσεις τον ειρμό σου, γιατί τις ξόδεψες όλες στις πιο πάνω παραγράφους, πολυλογώντας μέσα στην προσπάθειά σου να γίνεις κατανοητός.

Σου είπα πολλά. Είναι κι αυτή η παρόρμηση της στιγμής που θες δε θες σε τραβάει κοντά της. Σου δίνει σκαμπό να καθίσεις, σε κερνάει και δυο γλυκά στο χέρι κι έτσι ξεχνιέσαι. Λες πράγματα που δε θέλεις, κάνεις άλλα τόσα που μετανιώνεις. Νομίζεις είσαι τόσο ανώριμος με τις λέξεις που χρησιμοποιείς και παράλληλα τόσο απρόσεκτος με τις πράξεις που τελικά ξεσπάς λίγο άτσαλα το απωθημένο σου που λέγεται «ζωή».

Μια περιέργεια με το άγνωστο την έχεις κι εσύ. Ένας παραπάνω ενθουσιασμός με το παραμικρό σου βγαίνει κι εσένα. Μα δε σε νοιάζει πώς δείχνεις κατά βάθος στους άλλους. Απλώς πιάνεις τον εαυτό σου να κατεβαίνει απ΄το συννεφάκι και ν’ ακουμπάει ρεαλισμό απότομα. Δεν είσαι όσο αγαπητός νόμιζες, ούτε όσο αρεστός φανταζόσουν. Κι αυτά τα πρόσκαιρα συμπεράσματά σου σε ξεσκεπάζουν ολοσχερώς. Χαλί σου στρώνουν, μα όχι για να το διασχίσεις με τιμές και δοξασίες. Το χαλί βρίσκεται εκεί, μόνο για να σε τυλίξει ολόκληρο, μήπως και περάσεις αθόρυβα και απαρατήρητα στο πιο κάτω πάτωμα που μόλις παραδέχτηκες πως ανήκεις.

Είναι στ’ αλήθεια μια απόρριψη ικανή να σε απομονώσει; Να δικάσεις τόσο απότομα τον εαυτό σου που να μην του επιτρέπεις άλλα καλούδια και σιροπιαστά να δοκιμάσει, ώστε να τον τιμωρήσεις; Είναι λες και πετάς τα κουπιά μεσοπέλαγα και λες πως δεν μπορείς να ταξιδέψεις άλλο, γιατί κάποιος σου έκρινε αρνητικά τον προορισμό σου. Κάποιος βρέθηκε που σου γύρισε την πλάτη του, κάποιος αρνήθηκε την αγκαλιά σου, κάποιος δε θέλησε να πάρει το φιλί σου, κάποιος λυτρώθηκε από μόνος του και του ήταν τελείως περιττή η φροντίδα σου.

Μην πάει μακριά ο νους σου. Συχνά συνηθίζω να μιλώ λες κι είμαι κάποιος άλλος. Ήθελα μόνο να σε βάλω στη θέση μου, να ταυτιστείς λίγο μαζί μου. Μήπως και καταλάβεις, μήπως λυτρωθεί η αφηρημάδα μου κι η επιθυμία μου να κρατηθώ λίγο παραπάνω από την ώρα που μου αντιστοιχούσε, μήπως παραφερθώ και δείξω έναν περισσότερο αυθόρμητο κι απενεχοποιημένο εαυτό. Χρειάζεται μια σκιά ίσα για να σταθεί λίγο πλάι στη δική μου, ίσα για να μεγαλώσει παραπάνω ο σχηματισμός μου. 

Είναι περίεργο ν΄ακούς τη σιωπή του σπιτιού. Είναι παράξενη μια τέτοια ησυχία. Στο δείπνο συχνά κοιτάζω ν’ ανάβω ένα κερί να μου ζεσταίνει τη ματιά από το ψυχρό κενό του χώρου. Κι άλλες φορές λέω να μπορούσε κάποιος ν’ ανοίξει το ράδιο χωρίς να χρειάζεται να σηκωθώ. Άραγε κάποιος περαστικός; Μια συντροφιά ξένη. Κι εσύ θα το ‘χες ανάγκη. Θα το ‘χεις νιώσει κι εσύ. Γι΄αυτό σου μοιράζομαι τους συνειρμούς μου. Καταλαβαίνεις; Να θες κάποιον δίπλα σου να γευματίζει μαζί σου μόνο και μόνο για μην ακούς το δικό σου μάσημα. Να ακούς τις γουλιές του άλλου. Να ξεχνιέσαι. Να ξεχνάς τον εαυτό σου μέσα από τον εαυτό του διπλάνου σου. Να σηκώνεσαι να πίνεις νερό θεωρώντας πως αυτός ήταν ένας καλός περίπατος για σήμερα. Να απλώνεις το χέρι και να βρίσκεις ένα χέρι αντίστοιχο που ταυτόχρονα απλώθηκε προς το μέρος σου κι εκείνο. Να ζεις τον έρωτα. Να ζεις απ’ τον έρωτα. Αλλά να μαθαίνεις πια να ζεις και χωρίς τον έρωτα.

Γι’ αυτό σε φώναξα εδώ. Πες μου τι πρέπει να κάνω για να μη νιώθω; Πώς πρέπει να φερθώ για να σταματήσουν τα όνειρα κι οι προσδοκίες; Έχω τη διάθεση ν’ αντέξω, έχω την πειθαρχία να εκπαιδευτώ, έχω τη δύναμη κουπί να τραβήξω και φωνή και βήματα και μπρος και πίσω -άμα θες να με χορέψεις κιόλας γιατί ξέρεις πως έτσι θα μάθω καλύτερα. Απλώς πες μου με κάποιον τρόπο, τον τρόπο να πάψω να νιώθω, γιατί η θέληση κοντράρει τη σιωπή κι η σιωπή αδικεί τη θέλησή μου.

Με δικάζω για όσα σου λέω γιατί είναι ανάκατες σκέψεις. Μα σκέψου πόσα ακόμα δε σου λέω για να μην ταραχτείς κι εξαφανιστείς. Μη θυμώνεις απ΄τη βιασύνη μου ν’ αποκαλύψω λόγια, μη συμπεράνεις άδικα πως είναι επιφανειακά. Δεν εξηγείται μια ζωή σε λίγες λέξεις και σου ‘πα ήδη απ΄την αρχή πως αν δεν έχεις την απάντηση που ζητώ κάνε πως δεν άκουσες όσα είπα.

Θα βλέπεις σθένος κι αντοχή, χωρίς να μαθαίνεις μάχες, θα βλέπεις αποτέλεσμα, χωρίς να ξέρεις αιτίες, θ’ ακούς ένα γέλιο δυνατό, μα αυτό σε παρακαλώ παίρνε το κατευθείαν για αληθινό, χωρίς να κοιτάζεις τι καμουφλάρει από πίσω. 

 Αυτά είχα να σου πω και κάνε σαν να μην τα ‘νιωσα.

 

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα